Επίρρωση {-ης κ. -ώσεως | χωρίς πληθ.}
(λογ.) η ενδυνάμωση, η ισχυροποίηση (σε κάτι). Συνήθως στη φράση εις/προς επίρρωσιν, προς ενίσχυση: τους διάβασε και ένα σχετικό χωρίο του Πλάτωνα ~ ~ των επιχειρημάτων του.
ΕΤΥΜ.: <μτγν. ἐπίρρωσις < ἐπιρρώνυμι “ενισχύω, ενδυναμώνω” < ἐπι + ῥώννυμι. βλ. λ. Ρώμη
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 656