ισηγορία (η) [χωρίς πληθυντικό]
1. το δικαίωμα να μιλά κανείς όσο και ο άλλος
2. (συνεκδ.) η ισονομία, η πολιτική ελευθερία
(ΕΤΥΜ.: αρχ. Ίσο- + -ηγορία (με επέκταση του αρχικού φωνήεντος εν συνθέσει) < αγορεύω)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 785