πουλέν (το) – παλαιότ. ορθογρ. “πουλαίν”
1. στον ιππόδρομο) άλογο στο οποίο ποντάρει κάποιος ελπίζοντας ότι θα κερδίσει
2. (μεταφ.) νεαρό πρόσωπο στην αρχή της καριέρας του, π.χ. εκκολαπτόμενος ηθοποιός, στο οποίο βασίζει τις ελπίδες του κάποιος και το προστατεύει.
(ΕΤΥΜ: < γαλλ. poulain “πουλάρι – προστατευόμενος”)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1459