Ανανήφω
ρ. αμετβ. (ανένηψα) (αρχαιοπρ.)
- ανακτώ τις αισθήσεις μου, την πνευματική μου διαύγεια, συνέρχομαι από μέθη, λιποθυμία, οργή κλπ: θα χρειαστεί πολύς καιρός, για να ανανήψει και να ξαναβρεί τον παλιό εαυτό του.
- (μτφ) (α) συνέρχομαι από πλάνη, μετανοώ: η επίσκεψή του στο Άγιο Όρος τον έκανε να ανανήψει και να εγκαταλείψει την παλιά ζωή του ΣΥΝ. συνετίζομαι, διορθώνομαι (β) – για ιδεολογία: απαρνούμαι, αποκηρύσσω (κυρ. στον αόριστο).
Ετυμολογία: αρχ. < ἀνά- + νήφω “είμαι νηφάλιος” βλ. λ. νηφάλιος.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 162