Ψευδολόγος, -ος, -ο [αρχ.]
(λογοτ.) αυτός που λέει ψέμματα, που παραποιεί συνειδητά την αλήθεια ή αφηγείται ανύπαρκτα γεγονότα
ΣΥΝ: ψεύτης – ΑΝΤ: ειλικρινής, φιλαλήθης
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1985