Δεκαρολόγος [1895]
1. πρόσωπο που χρηματίζεται με αναξιοπρεπή τρόπο και για ευτελή ποσά ΣΥΝ: αναξιοπρεπής, μικροπρεπής
2. πρόσωπο που οι συναλλαγές του είναι εξαιρετικά φειδωλός, τσιγγούνης. – δεκαρολογία (η) [1889], δεκαρολογώ ρ. [1891] {-είς…}
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 459