Ηδύγλωσσος, -η, -ο [αρχ.] (λογ.)
αυτός που μιλά με γλυκύτητα, που διακρίνεται από εκφραστική λεπτότητα και χάρη, του οποίου τα λόγια προκαλούν ευχαρίστηση: ~ παρηγορητής στις ώρες της πίκρας.
ΣΥΝ γλυκομίλητος, ευπροσήγορος – ηδυγλωσσία (η) (μτγν.)
.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 722