Κατηγορίες
άρθρα

Άρθρο – Σ. Ανδρονίδης: “Όψεις της κατασταλτικής παρέμβασης”

ANDRONIDIS-SIMOSΤου Σίμου Ανδρονίδη

υποψήφιου διδάκτορα του τμήματος Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ

 

“Well I’m running, police on my back, I’ve been hiding, police on my back, There was a shooting, police on my back and the victim he won’t come back”. (The Clash, “Police on my back”).

Η δραστηριοποίηση της αστυνομίας την ημέρα του εορτασμού της επετείου του Πολυτεχνείου αποδεικνύει και καταδεικνύει συνάμα το “κρισιακό” εύρος που έχει αποκτήσει. Τα σώματα ασφαλείας ως κρατική “οντότητα” αναπαράγονται και μέσω της άσκησης βίας, βίας λεκτικής και σωματικής που τείνει να εγγράψει τα χαρακτηριστικά της “ολικής” κατασταλτικής παρέμβασης στο πεδίο του κοινωνικού. Την ημέρα του εορτασμού της 41ης επετείου του Πολυτεχνείου δυνάμεις της ελληνικής αστυνομίας επιτέθηκαν σε διαδηλωτές. Η επίθεση αυτή συνοδεύθηκε από μία “επιτυχημένη” καταδρομική επιχείρηση στην γειτονιά των Εξαρχείων. Ο λεκτικός προπηλακισμός, η σωματική βία και η χρήση δακρυγόνων ορίζουν και προσδιορίζουν συνάμα τον “νέο” “κρισιακό” ρόλο των καταπιεστικών μηχανισμών του κράτους, που πλέον, τείνουν να αποκόψουν το ενεργό “αντιηγεμονικό” γίγνεσθαι από τον κυρίως αστικό “χώρο”.

Η ίδια η βία ως έννοια και ως σωματική “πράξη”, ως βίωμα και μορφή επιβολής μίας προσίδιας αυταρχικής «κανονικότητας» εγγράφεται στον πυρήνα της δράσης των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους. Σε αυτό το πλαίσιο, η κατασταλτική βία που ασκείται παράγει τους όρους και τις προϋποθέσεις για την διαμόρφωση και την εγκιβώτιση μίας μορφής ολικής-ρηξιακής» βίας που αφενός μεν συναινεί και συμπληρώνει το κυρίαρχο κρατικό πρόταγμα, αφετέρου δε το «νομιμοποιεί» και το «εμβαθύνει» πάνω στα σώματα των διαδηλωτών.

Τα διάφορα σώματα της ελληνικής αστυνομίας «απλώνουν» την ιδεολογία τους και τον τρόπο δράσης τους στον ευρύτερο αστικό «χώρο», κάτι που συντείνει στην εκ νέου κρατική-κατασταλτική νοηματοδότηση του αστικού χώρου. Η παρουσία των ανθρώπινων «μονάδων» και των συλλογικών δομών γίνεται «σιωπηλή» και «αόρατη» καθότι επικαλύπτεται από την «ολική-ρηξιακή» κατασταλτική βία η οποία τέμνει και ανατέμνει τις «γωνίες» του αστικού «χώρου».

«Αυτή υποδηλώνει, (σ.σ: η δύναμη καταστολής) πράγματι τη λειτουργία ορισμένων θεσμών οργανωμένης φυσικής καταπίεσης, όπως ο στρατός, η αστυνομία, το σωφρονιστικό σύστημα κ.λ.π. Αυτή η καταπίεση, κοινωνικά οργανωμένη, αποτελεί ένα απ’ τα χαρακτηριστικά κάθε σχέσης της εξουσίας».(1)

Η ανάλυση του Νίκου Πουλαντζά μας δίδει το περίγραμμα της εξουσιαστικής συγκρότησης και ανασυγκρότησης των καταπιεστικών μηχανισμών του κράτους, εκεί όπου η κρατική «υπερδομή» ορίζει και προσδιορίζει συνάμα το εύρος της παρέμβασης και δράσης των καταπιεστικών μηχανισμών. Η λεκτική και σωματική βία, ο ιδεολογικός «ήχος» της νομιμότητας, ήτοι οι «τύποι» που νοηματοδοτούν την κατασταλτική παρέμβαση συγκροτούνται ως «σχεσιακό μέρος» της κρατικής θέσμισης και «υπερδομής». Ως «σχεσιακό μέρος» της κρατικής θέσμισης αντλούν ενεργή «ισχύ» και νομιμοποίηση από την ιδεολογική κατίσχυση του δόγματος του νόμου και της τάξης, που πάντα αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της «αφετηριακής» συγκρότησης της έννομης τάξης.

Αυτό το στοιχείο είναι εξόχως σημαντικό, διότι μας προσφέρει την δυνατότητα μίας βαθύτερης και «ποιοτικής» ανάλυσης του ρόλου και της δράσης των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους. Το πλαίσιο της ιδεολογικής χρήσης και επιβολής του νόμου και της τάξης αφενός μεν «φιλτράρεται» και διαμεσολαβείται στο εσωτερικό των καταπιεστικών μηχανισμών, αφετέρου δε διαχέεται στο πεδίο του κοινωνικού, επηρεάζοντας σε σημαντικό βαθμό την κίνηση των κοινωνικών τάξεων.

Η ιδεολογική «θωράκιση» της κρατικής θέσμισης παράγει τις προϋποθέσεις για τον δομικό μετασχηματισμό της κατασταλτικής πράξης σε προσπάθεια «ποιοτικής» εμπέδωσης του νόμου και της τάξης. Η κρατική-κατασταλτική βία προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά μίας «εκ των άνω» νομιμοποίησης, ενώ, την ίδια στιγμή, δύναται να διαρθρωθεί ως μορφή που «αντλεί» κοινωνική συναίνεση.(2)

Και ακριβώς αυτό το στοιχείο είναι πάρα πολύ σημαντικό, στο βαθμό που η προσίδια λεκτική και σωματική βία μετασχηματίζεται σε κοινωνική συναίνεση. Ο Νίκος Πουλαντζάς προβαίνει σε μία εξαιρετικά διαυγή διατύπωση: «Αυτό το χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού Κράτους (σ.σ: η οργανωμένη φυσική καταπίεση, ήτοι η βία) δεν υποδηλώνει έτσι καθ’ αυτό μια όποια ελάττωση της καταπίεσης, αλλά το πραγματικό και σημαντικό γεγονός, ότι το Κράτος, στη μονοπωλιακή άσκηση της βίας, τείνει σταθερά να την παρουσιάζει σαν σύμφωνη με το γενικό συμφέρον του λαού. Κι αυτό στο βαθμό που θα ασκούνταν, και γίνεται συχνά άλλωστε, μέσα στα συνταγματικά και νομικά όρια με τη σύγχρονη έννοια του όρου». (3)

Τα εργαλεία της ιδεολογικής νομιμοποίησης και της κοινωνικής συναίνεσης συγκροτούν ένα ευρύτερο νομιμοποιητικό πλαίσιο που διευρύνει τα όρια της βίαιης απεύθυνσης. Λειτουργώντας ως ο δημιουργός της ιδεολογικής συγκρότησης των καταπιεστικών μηχανισμών του κράτους, το κράτος, (διαθέτοντας και το μονοπώλιο άσκησης βίας), απευθύνεται προς τις κοινωνικές τάξεις παρουσιάζοντας και «προωθώντας» την λεκτική και σωματική βία ως μία «μάχη των αστυνομικών δυνάμεων ενάντια στους κάθε λογής μπαχαλάκηδες». Η συγκεκριμένη ιδεολογική αφήγηση δύναται να επηρεάσει και να καθορίσει σε σημαντικό βαθμό την κίνηση και την εκφορά της μικροαστικής τάξης, μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, καθώς και ενός τμήματος του εργατικής τάξης.

Τι συμβαίνει πραγματικά στο εσωτερικό της ελληνικής αστυνομίας; Ποιες ιδεολογικές διαδικασίες συντελούνται; Είναι χαρακτηριστικά τα όσα συμβαίνουν στη Σχολή Αξιωματικών της ελληνικής αστυνομίας, εντός της οποίας πλέον «φύονται» και παράγονται ρατσιστικές και φασίζουσες ιδέες και πρακτικές που απέχουν παρασάγγας από τον τύπο μίας αστυνομίας που δρα στα πλαίσια του αστικού κράτους δικαίου.

Η καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Παρί 11, Αναστασία Τσουκαλά, περιγράφει με ακρίβεια τις απόψεις που «φύονται» στο εσωτερικό της σχολής: «Ωστόσο, όταν επανέλαβα ουσιαστικά την ίδια διάλεξη, ελαφρά πιο απλουστευμένη στο τρίτο έτος, ολοκλήρωσα το πρώτο δίωρο και παραχώρησα ένα τέταρτο ομιλίας στους δόκιμους για να γίνει μια συζήτηση. Πήρε λοιπόν ένας δόκιμος το λόγο και μου είπε πως διαφωνούσε ριζικά με την ουσία της διάλεξης, ότι δηλαδή εξομοίωνα τους Έλληνες με τους αλλοδαπούς διότι αυτός θεωρούσε πως μια τέτοια εξομοίωση ήταν εξ ορισμού αδιανόητη. Αντέδρασα παιδαγωγικά και είπα πως είναι αδιανόητο για μένα να θεωρούμε πως υπάρχουν ανώτεροι άνθρωποι και υπάνθρωποι και ότι σε τελευταία ανάλυση αυτού του τύπου ο διαχωρισμός παραπέμπει σε φασιστικά καθεστώτα. Τότε ο δόκιμος μου απάντησε: Μα είμαστε φασίστες και είμαστε περήφανοι που είμαστε φασίστες. Υπάρχει κανένα πρόβλημα; Ακολούθησε το χειροκρότημα των υπόλοιπων δοκίμων, ενώ οι εκπαιδευτές που ήταν παρόντες δεν αντέδρασαν». (4)

Ουσιαστικά, με τον τρόπο που περιγράφει η καθηγήτρια Εγκληματολογίας Αναστασία Τσουκαλά, πραγματοποιείται η διαδικασία της διπλής αναπαραγωγής. Από την μία πλευρά, πλευρές και όψεις της ρατσιστικής-φασιστικής ιδεολογίας αναπαράγεται ιδεολογικά όχι μόνο στο εσωτερικό της Σχολής Αξιωματικών, αλλά και ευρύτερα στο εσωτερικό της ελληνικής αστυνομίας. Από την άλλη πλευρά, η ρατσιστική-φασιστική ιδεολογία «εκφεύγει» από τα αστυνομικά στεγανά και αναπαράγεται ως «οργανικό υποσύνολο» της κυρίαρχης ιδεολογίας εν καιρώ κρίσης. Οι όψεις και οι πλευρές της φασιστικής-ρατσιστικής ιδεολογίας τείνουν να αναπαραχθούν με τους όρους μίας «κυριαρχικότητας» και «κανονικότητας» που προσδιορίζουν το εσωτερικό της ελληνικής αστυνομίας. (και της Σχολής Αξιωματικών). Η φασιστική-ρατσιστική ιδεολογία τείνει να προσλάβει τα χαρακτηριστικά της κομματικής εκπροσώπησης στο εσωτερικό των καταπιεστικών μηχανισμών του κράτους. Το νεοναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής αναπαρήχθη (και αναπαράγεται ακόμη) ως ιδεολογική «δύναμη» στο εσωτερικό των κατασταλτικών μηχανισμών. Σε αυτό το πλαίσιο, μπορούμε να κάνουμε λόγο για την διαδικασία της κομματικής-ιδεολογικής αναπαραγωγής.

Η συγκρότηση της ως κομματικού-ιδεολογικού «όλου» στο εσωτερικό πεδίο των σωμάτων ασφαλείας, οδήγησε στην αποκρυστάλλωση της ώσμωσης σωμάτων ασφαλείας-Χρυσής Αυγής στο πεδίο του κοινωνικού, προσλαμβάνοντας τα χαρακτηριστικά της ώσμωσης κρατικής-κατασταλτικής και νεοναζιστικής βίας. Η διεξαγωγή μίας ενδελεχούς έρευνας για τον ρόλο και την βίαιη παρέμβαση και δράση των καταπιεστικών μηχανισμών του κράτους, καθώς και για την προσίδια διείσδυση της φασιστικής ιδεολογίας στο εσωτερικό τους προφανώς και δεν περιλαμβάνεται στις προτεραιότητες αυτής της κυβέρνησης.

Ήδη, το επόμενο «ποιοτικό» βήμα είναι ο ξυλοδαρμός εργαζόμενου σε περίπτερο που «τόλμησε» να ζητήσει την πληρωμή του, με τις δυνάμεις της ελληνικής αστυνομίας να παραφράζουν στην πράξη το ρητό «το κράτος είμαι εγώ», στο «η εξουσία είμαι εγώ». Το εργατικό κίνημα οφείλει να επαγρυπνά καθημερινά.

—-

1 Βλ.σχετικά, Πουλαντζάς Νίκος, “Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις”, τόμος β’, γ’ έκδοση, Μετάφραση: Χατζηπροδρομίδης Λ., Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 1982, σελ. 65.
2 Βλέπε σχετικά τα αποκαλυπτικά στοιχεία της έρευνας που διενήργησε η Public Issue για λογαριασμό της “Εφημερίδας των Συντακτών”. Τα στοιχεία της έρευνας δείχνουν ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών εμπιστεύεται περισσότερο τις Ένοπλες Δυνάμεις και την Αστυνομία, ήτοι τους δύο “θεματοφύλακες” της αστικής νομιμότητας. Ο συγκεκριμένος δείκτης εμπιστοσύνης ενισχύει ακόμη “ποιοτικά” την “κρισιακή” αυταρχική θωράκιση του κράτους, κάτι που διαφαίνεται κύρια με την ενεργοποίηση και την βίαιη δραστηριοποίηση της Ελληνικής Αστυνομίας.
3 Βλ.σχετικά, Πουλαντζάς Νίκος, “Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις…ό.π, σελ. 69.
4 Βλ.σχετικά, “Δόκιμοι στη Σχολή της ΕΛΑΣ: Είμαστε φασίστες, υπάρχει πρόβλημα;”, TVXS, 21/11/2014, tvxs.gr/news.