Του Σίμου Ανδρονίδη
υποψήφιου διδάκτορα του τμήματος Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ
“Περνώντας μέσ’ από κοιτάσματα χρυσαφιού στα βάθη μου εξακολουθεί το θείο αυτό ποτάμι να ρέει σιγά, σαν τα νερά των βυθισμένων ποταμιών, που τρέχαν μ’ένα βούισμα μελισσιών κάτω απ’ τους βράχους του Ταΰγετου, όταν οι ωραίες νύχτες τον νανουρίζαν σαν ένα βρέφος κι ο λαγός όρθιος άκουγε το άπειρο! Ό,τι καλύτερο άκουσα στον κόσμο αυτό δεν ήταν παρά τα δάκρυα των ανθρώπων κι η σιωπή”. (Νικηφόρος Βρεττάκος, ‘Η Σιωπή Μου’, 2008).
Η τρέχουσα διαχείριση της βαθιάς οικονομικής κρίσης έχει μεταβάλλει ριζικά τους όρους κίνησης των κοινωνικών τάξεων. Ως συνέπεια της συγκεκριμένης «φορτισμένης» διαχείρισης η χρηματική «κίνηση» συμφύεται οργανικά με τις ευρύτερες στοχεύσεις του άρχοντος αστικού συγκροτήματος εξουσίας. Η «ποιοτική» ενίσχυση του αστικού συνασπισμού εξουσίας αποτελεί το θεμελιώδες χαρακτηριστικό που προσδιορίζει και «υπερπροσδιορίζει» την τρέχουσα διαχείριση και ρύθμιση της βαθιάς και πολυεπίπεδης οικονομικής-καπιταλιστικής κρίσης. Και σαφώς, δεν πρόκειται μόνο για ελληνικό φαινόμενο.
Η περαιτέρω συσσώρευση κοινωνικά παραγόμενου πλούτου, ισχύος και «ενέργειας» ενισχύει το άρχον συγκρότημα ως «ολότητα». Στο εσωτερικό του όμως συντελούνται διαφοροποιήσεις που σχετίζονται με τον ανταγωνισμό και την διαπάλη για την «συγκρότηση» της ηγεμονικής μερίδας. «Ο συνασπισμός εξουσίας αποτελεί μια αντιφατική ενότητα κυρίαρχων τάξεων ή μερίδων που κυριαρχείται από την ηγεμονική τάξη ή μερίδα». (1)
Ο Νίκος Πουλαντζάς αναφέρεται στη συγκρότηση του συνασπισμού εξουσίας, ήτοι της συμμαχίας της κυρίαρχης τάξης με άλλες τάξεις ή μερίδες τάξεων. Στην ευρύτερη κρισιακή περίοδο, η ανόρθωση της ηγεμονικής μερίδας της κυρίαρχης τάξης (και του συνασπισμού τάξεων) επενεργεί στο πεδίο του κοινωνικού. Σε αυτό το πλαίσιο, η ηγεμονική μερίδα εγγράφει τα χαρακτηριστικά μίας προσίδιας και ταξικής «υλικότητας» λειτουργώντας και δρώντας ως το κυρίαρχο «υποπλαίσιο» του αστικού συγκροτήματος εξουσίας, ενώ, την ίδια στιγμή, «εγγίζει» το πεδίο και το πλαίσιο παρέμβασης των υπόλοιπων κοινωνικών τάξεων.
Ο ειδικότερος ενδοαστικός ανταγωνισμός επηρεάζει την όλη κίνηση του άρχοντος συγκροτήματος εξουσίας. Η ηγεμονική άρθρωση του εφοπλιστικού κεφαλαίου συντελείται υπό την «φορτισμένη» πλαισίωση που προσφέρουν οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους. Η ηγεμονική-κυριαρχική συγκρότηση του εφοπλιστικού κεφαλαίου εδράζεται πάνω σε δύο άξονες: 1. Στον άξονα της ευρύτερης κυβερνητικής-ιδεολογικής θέσμισης, εκεί όπου η κυβέρνηση, συνεπικουρούμενη από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς τους κράτους προτάσσει την σημαντικότητα και την «φορτισμένη» οικονομική και εμπορική αξία του εφοπλιστικού κεφαλαίου. Με αυτόν τον τρόπο, τονίζεται επισταμένως ότι το εφοπλιστικό κεφάλαιο αποτελεί την «εμπροσθοφυλακή» της ελληνικής οικονομίας, 2. Στον οικονομικό «άξονα» της «διεθνικής» συγκρότησης του εφοπλιστικού κεφαλαίου, το οποίο αρθρώνεται τοπικά και «παγκόσμια». Το γεγονός ότι πολλά πλοία εφοπλιστών φέρουν σημαίες άλλων χωρών συμβάλλει στον προσίδιο αναπροσδιορισμό του ρόλου, της σημασίας και της δράσης του. Η άρση των προστατευτικών κανόνων που όριζαν το παγκόσμιο οικονομικό-ναυτιλιακό γίγνεσθαι έχει ως συνέπεια την απευθείας μετατόπιση πλούτου και ισχύος προς την πλευρά της εφοπλιστικής μερίδας.
Η «κρισιακή» ηγεμονική του κίνηση και άρθρωση αφενός μεν συγκροτείται τοπικά και «παγκόσμια», αφετέρου δε επενεργεί στο εγχώριο οικονομικό γίγνεσθαι, την στιγμή που οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους «αποκρύπτουν» τις συνέπειες αυτής της «εξωτερικής» δραστηριότητας, εστιάζοντας στον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει το εφοπλιστικό κεφάλαιο στην ελληνική οικονομία. Η «ποιοτική» του ενίσχυση συντελείται κύρια εις βάρος του παραδοσιακού βιομηχανικού κεφαλαίου, το οποίο, λόγω των δομικών ανακατατάξεων που επιτελούνται στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι αίρει τα θεμελιώδη συστατικά της ηγεμονικής του άρθρωσης και συγκρότησης.
Από την άλλη πλευρά, το ισχυρό τραπεζικό κεφάλαιο λειτουργεί ως ο «ενδιάμεσος δρών» του άρχοντος αστικού συγκροτήματος εξουσίας. Χρησιμοποιούμε τον όρο «ενδιάμεσος δρών» ακριβώς λόγω του ότι συμφύεται με την κίνηση των υπόλοιπων αστικών μερίδων. Η ώσμωση του με τις υπόλοιπες θεμελιώδεις μερίδες, το μετατοπίζει προς την κατεύθυνση του «ενδιάμεσου δρώντα» που συγκροτείται και ανασυγκροτείται οικονομικά χάρη στην «κεφαλαιακή» διείσδυση των θεμελιωδών μερίδων (και του κράτους).
Στην αρχική φάση της «κρισιακής» περιόδου, το τραπεζικό κεφάλαιο στηρίχθηκε στις κεφαλαιακές «ροές» που αφειδώς του προσέφερε το κράτος. Αποκτώντας τα χαρακτηριστικά ενός εν δυνάμει «κρατικού δρώντα» αδυνατούσε να συγκροτηθεί «αυτόνομα», κάτι που συνέβαλλε στην δομική του μετατόπιση προς την πλευρά του κράτους, λειτουργώντας, την ίδια στιγμή, ως «συσσωρευτής» κεφαλαίων.
Στην «ύστερη φάση» της «κρισιακής» περιόδου, το τραπεζικό κεφάλαιο δύναται να επαναπροσδιοριστεί οικονομικά, λειτουργώντας ως εκείνος ο κρίσιμος «ενδιάμεσος δρών» που θα διαδραματίσει σημαίνοντα ρόλο στον ενδοαστικό οικονομικό ανταγωνισμό, ακριβώς λόγω του ότι ελέγχει την κίνηση των χρηματικών «ροών». Το ζήτημα των κοινωνικών συμμαχιών που συγκροτεί η άρχουσα τάξη είναι πολύ σημαντικό.
Οι κοινωνικές συμμαχίες, μέσω της δράσης και της συνάρθρωσης συμφερόντων από τα πολιτικά κόμματα, «εγγίζουν» το πολιτικό οικοδόμημα. Η οικοδόμηση κοινωνικών συμμαχιών νοείται και ορίζεται ως τάξη μαζί με τάξη. Σε αυτήν την περίπτωση, είναι ιδιαίτερα σημαντικός ο ρόλος των «τάξεων-στηριγμάτων», ήτοι των μικροαστικών και μεσαίων κοινωνικών τάξεων. «Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την ιδιαίτερη κατάσταση των τάξεων-στηριγμάτων ή μερίδων-στηριγμάτων λέγοντας: 1) Ότι η υποστήριξη που παρέχουν σε μια καθορισμένη ταξική κυριαρχία δεν βασίζεται γενικά πάνω σε καμιά πραγματική πολιτική θυσία συμφερόντων του συνασπισμού εξουσίας και των σύμμαχων τάξεων για την εύνοια τους. Αυτή η υποστήριξη, απαραίτητη γι αυτή την ταξική κυριαρχία, βασίζεται κατά πρώτο λόγο, σε μια διαδικασία ιδεολογικής αυταπάτης. 2) Ότι η ιδιαίτερη υποστήριξη των τάξεων-στηριγμάτων οφείλεται στο φόβο, θεμελιωμένο ή φανταστικό, της εξουσίας της εργατικής τάξης. Στην περίπτωση αυτή, η υποστήριξη δεν στηρίζεται ασφαλώς, ούτε σε μια κοινότητα συμφερόντων που έχουν σαν αρχή πραγματικές αμοιβαίες θυσίες, ούτε σε μια ιδεολογική αυταπάτη που έχει σχέση με αυτή τη θυσία, αλλά πάνω στον πολιτικό παράγοντα της πάλης της εργατικής τάξης».(2)
Η εξαιρετική ανάλυση του Νίκου Πουλαντζά μας προσφέρει το «ολικό» περίγραμμα του ρόλου και της δράσης των τάξεων-στηριγμάτων. Το σημαίνον της «ιδεολογικής αυταπάτης» προσδιορίζει «ποιοτικά» την πρόσληψη των τάξεων-στηριγμάτων που δομούνται «φαντασιακά» ως εκείνες οι κοινωνικές τάξεις που συμβάλλουν στη διατήρηση της οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας. Με άλλα λόγια διατυπωμένο, οι περιβόητες τάξεις-στηρίγματα κανοναρχούνται και ιεραρχούνται ως τάξεις που αποτελούν την «ραχοκοκαλιά» της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας. Η σύμφυση της «ιδεολογικής αυταπάτης» και της εκ νέου εγκιβώτισης τους στο πεδίο του κοινωνικού, «εγγίζει» και την κίνηση της εργατικής τάξης.
Όπως το διατυπώνει με εξαιρετική συνθετική ακρίβεια ο Νίκος Πουλαντζάς: «Ότι η ιδιαίτερη υποστήριξη των τάξεων-στηριγμάτων οφείλεται στο φόβο, θεμελιωμένο ή φανταστικό, της εξουσίας της εργατικής τάξης». Η «εκ των άνω» ιδεολογική τους συγκρότηση τείνει να «απορρίψει» την «ολική» αποκρυστάλλωση της δράσης της εργατικής «ολότητας». Ο φόβος για την απώλεια μίας προσίδιας και εν πολλοίς εξασφαλισμένης «υλικότητας» διαχέεται στο εσωτερικό των τάξεων-στηριγμάτων. Ο φόβος ως «όλον», ως φαντασιακή θέσμιση αίρει τα χαρακτηριστικά μίας «αυτόνομης» κοινωνικής συγκρότησης και δραστηριοποίησης. Ο φόβος μετασχηματίζεται σε κοινωνική κίνηση και «στάση», ήτοι σε στάση που ορίζει το όλο πλαίσιο «υλικότητας» και «τοπικότητας» των τάξεων-στηριγμάτων.
Αν η εργατική εξουσία «τρομάζει» τα μικροαστικά στρώματα, αυτό συμβαίνει διότι η ευρύτερη ιδεολογική σκευή του φόβου κανοναρχείται ως εργαλείο μίας δομικής ανανοηματοδότησης των τάξεων-στηριγμάτων. Πλέον, συγκεντρώνονται οι υλικές προϋποθέσεις για την άρση της συγκεκριμένης και «φοβισμένης» ιδεολογικής συγκρότησης. Η Μνημονιακή διαχείριση των «ροών» της οικονομικής-καπιταλιστικής κρίσης τείνει να άρει τις δυνατότητες διευρυμένης αναπαραγωγής της μικροαστικής τάξης καθώς και μέρους των μεσαίων στρωμάτων.
Η εργατική τάξη και οι αριστερές κοινωνικές και πολιτικές συσσωματώσεις της, οφείλουν να επαναπροσδιορίσουν την κοινωνική θέση και ισχύ της μικροαστικής τάξης. Κάτι που σαφώς δεν είναι εύκολο και απλό. Το προτσές της ιστορικής-κοινωνικής κίνησης δεν ακολουθεί ποτέ ευθύγραμμη και γραμμική πορεία. Αν θεωρήσουμε πως ένα πολύ σημαντικό τμήμα της μικροαστικής τάξης «εγγίζει» το καθημερινό «όλον» της εργατικής τάξης, τότε αποτελεί χρέος για τις εργατικές-κοινωνικές συσσωματώσεις η προσέγγιση της.
—
1 Βλ.σχετικά, Πουλαντζάς Νίκος, ‘Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις’, τόμος β’, γ’ έκδοση, Μετάφραση: Χατζηπροδρομίδης Λ., Αθήνα, Εκδόσεις Θεμέλιο, 1982, σελ.168.
2 Βλ.σχετικά, Πουλαντζάς Νίκος, ‘Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις…ό.π, σελ.91-92.