Ειδότες (οι)
.
[αρχαιοπ] αυτοί που γνωρίζουν καλά τα πράγματα – συν: επαϊοντες, ειδήμονες, ειδικοί.
Ετυμολογία: μετ. παρακ. του αρχαίου ρήματος οιδα
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 555