Εξολισθαίνω
ρ. αμετάβατο {εξολίσθησα} (λογ.) γλιστρώ από τη θέση μου
ΣΥΝ. Ξεγλιστρώ – εξολίσθηση (η) κ. εξολίσθημα (το) [1870], εξολισθητικός, -ή, -ό [1870]
ΕΤΥΜ: μτγν. ἐξολισθάνω < ἐξ+ὀλισθάνω “γλυστρώ”
.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 631