Στόμφος (ο) χωρίς πληθυντικό
1. ο επιτηδευμένος λόγος, η επιλογή εντυπωσιακών λέξεων, φράσεων κλπ, το πομπώδες ύφος στην ομιλία για λόγους επιδείξεως ή για καυχησιολογία: μιλούσε με ~ και έπαρση για τα επιτεύγματά του || απαγγέλλει με ~
ΣΥΝ.: μεγαλοστομία, μεγαληγορία, φανφαρονισμός ΑΝΤ.: λιτότητα, φυσικότητα (ύφους, λόγου).
2. (γενικότ.) η υπερβολή στην έκφραση, η χρήση πομπωδών και επιτηδευμένων μέσων έκφρασης: είναι κακός ηθοποιός, παίζει παλιομοδίτικα, με πολύ ~. ΑΝΤ. Φυσικότητα
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1659