Απράγμων, -ων, -ον {απράγμ-ονος, -ονα | -ονες, -όνων}
(λογοτ.) αυτός που γενικά δεν ασχολείται με τίποτα, που δεν φροντίζει για τίποτα. ΣΥΝ. Άπραγος, ράθυμος ΑΝΤ. Ρέκτης δραστήριος, πολυπράγμων
Επίσης απράγμωνας (ο) – απραγμοσύνη (η) [αρχ.], απραγμονώ ρ. {-είς…}
ΕΤΥΜ. Αρχ. < ἀ στερητ. + πράγμων <πράγμα
.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 263