Κεχηνώς, -υία, -ός
(κεχην-ότος, -ότα | -ότες (ούδ. -ότα), -ότων) (αρχαιπρ. Κυρ. Στο αρσ) αυτός που χάσκει, που έχει μείνει με το στόμα ανοιχτό από την έκπληξη: κοίταζε κεχηνώς
ΣΥΝ. Κατάπληκτος – κεχηνότως επίρρ.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 887