Διαρρήδην επιρρ. (αρχαιοπρ.)
χωρίς περιστροφές ή υπεκφυγές: υποστήριξε ~ τις διεκδικήσεις του.
ΣΥΝ. ρητά, κατηγορηματικά, απερίφραστα, αναφανδόν
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 492