πρόδηλος, -η, -ο (λογ.)
πολύ φανερός, αυτός που διακρίνεται με την πρώτη ματιά, που γίνεται αντιληπτός: ~ κίνδυνος / συμφέρον / αποτέλεσμα / ανησυχία / ανάγκη || “ωστόσω, από την ~ αυτή αλήθεια πολλοί υπεκφεύγουν για λόγους ιδεαλισμού ή δόγματος” (εφημερ.)
ΣΥΝ. ολοφάνερος, προφανής, πασίδηλος, κατάδηλος
ΑΝΤ. άδηλος, αφανέρωτος, ανομολόγητος, κρυφός. – Προδήλως επίρρ.
ΕΤΥΜ. < προ + δήλος “φανερός, προφανής” βλ.λ.)
.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1475