Έπηλυς, -υς, -υ
{επ-ήλιδος, -ηλυ(ν) | -ήλυδες, -ηλύδων} (αρχ.) αυτός που ήρθε από άλλη χώρα, αλλοδαπός: οι ντόπιοι τον θεωρούσαν πάντοτε έπηλυ στο χωριό, ξένο σώμα.
ΣΥΝ.: ξένο σώμα ΑΝΤ. αυτόχθων, ιθαγενής
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 643