Κλοτσοσκούφι (το) {χωρ. γενική}
.
1. (παλαιότ) παιδικό παιχνίδι, που παίζονταν με το κλώτσημα σκούφου
2. (μτφ) το περιφρονημένο πρόσωπο, που του φέρονται βάναυσα: δεν του έδιναν καμιά σημασία, στον είχαν για ~
3. (μειωτ.) (α) το ποδόσφαιρο: άλλη δουλειά δεν έχω, με το ~ θα ασχολούμαι τώρα;
(β) το κακής ποιότητας ποδόσφαιρο: αυτό δεν είναι ποδόσφαιρο, είναι ~
.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 907