Άφατος, -η, -ο
(εμφατ.) αυτός που δεν μπορεί να ειπωθεί, να εκφραστεί με λόγια: ~ πόνος / θλίψη / δυστυχία / οδύνη / χαρά. ΣΥΝ.: ανείπωτος, απερίγραπτος
– άφατα, επιρρ.
ΣΧΟΛΙΟ: λ. Επιτακτικός
[ΕΤΥΜ.: αρχ. <ἀ– στερητ. + -φατος < φᾶ- συνεσταλμ. βαθμ. του ρήματος φημί “λέγω” (βλ.λ. φήμη)].
.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 324