Ο παραιτηθείς βασιλιάς της Ισπανίας, ο Χουάν Κάρλος, από σήμερα θα αποκαλείται και επισήμως «τέως». Από εμάς πάντως, τους Έλληνες, δεν πρέπει να έχει παράπονο. Εμείς κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να την περάσει μπέικα (συγγνώμη: βασιλικά, εννοούσαμε…) τα τελευταία 50 χρόνια. Μέχρι που τον… προικίσαμε, κιόλας.
.
Για την ακρίβεια προικίσαμε τη σύζυγό του, τη Σοφία. Τη «δικιά» μας τη Σοφία, τη θυγατέρα της Φρειδερίκης. Έτσι γινόταν (παλιά…) στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα της «βίας και της νοθείας», του παρακράτους και της καρφίτσας, στην Ελλάδα που έστελνε τα παιδιά της μετανάστες, ο πένητας λαός τάιζε άνακτες…
.
Κάπως έτσι συνέβη και το 1962. Ήταν για την ακρίβεια 15 Μάρτη 1962, όταν η τότε κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ψήφισε στη Βουλή τον περιβόητο νόμο «περί συστάσεως προικός» για την πριγκίπισσα Σοφία. Η προίκα για τον γάμο της Σοφίας με τον Χουάν οριζόταν στα 300.000 δολάρια, ήτοι 9.000.000 δραχμές εκείνης της εποχής.
Φυσικά ο ελληνικός λαός δεν πλήρωσε μόνο την προίκα. Πλήρωσε και τα γλέντια. Πλήρωσε και το… καταπέτασμα. Όπως έχει υπολογίσει η δημοσιογράφος Σοφία Μαλτέζου στο βιβλίο της «Η εγγονή του Κάιζερ» (εκδόσεις «Ερμείας») οι δύο γάμοι, τόσο της βασιλοπούλας Σοφίας με τον Χουάν όσο και δυο χρόνια αργότερα του Κωνσταντίνου με την Άννα Μαρία της Δανίας, στοίχισαν στους Έλληνες φορολογουμένους περί τα 150.000.000 δραχμές (σσ: για να καταλάβει κανείς το μέγεθος του ποσού, αρκεί να σημειώσουμε ότι το 1964 το λαϊκό λαχείο μοίραζε σε όλες τις κατηγορίες το μυθικό ποσό των 16.000.000)…
Ο γάμος του Χουάν, λοιπόν, μας στοίχισε λίγο παραπάνω, αλλά το χαρήκαμε. Τέτοια λαμπρότητα είχε να ζήσει το «πόπολο» από τους γάμους του Καραγκιόζη. Τι οι 30 και πλέον εν ενεργεία βασιλιάδες και πρίγκιπες που είχαν συρρεύσει στην Ελλάδα για το μυστήριο. Τι οι περίπου 3.000 (!) αυλικοί που είχαν κουβαληθεί από την Ισπανία. Τι οι 100 και πλέον έκπτωτοι γαλαζοαίματοι. Τι η χρυσή άμαξα με τα 6 χρυσοντυμένα άλογα που μετέφεραν τη νυφούλα. Τι τα 80.000 τριαντάφυλλα και γαρίφαλα που στόλισαν τις εκκλησίες, από τα μανουάλια μέχρι τα καμπαναριά. Όλα αυτά τα πληρώσαμε εμείς…
Η υπόθεση της προίκας της Σοφίας, πέραν του γελοίου του πράγματος (για την ακρίβεια: λόγω και του γελοίου του πράγματος) υπήρξε ενδεικτική της συμπεριφοράς προς το λαό εκ μέρους του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος (τότε…).
Τι κι αν η προδικτατορική ΕΔΑ φώναζε ότι «η προικοδότησις θα ημπορούσε να εκληφθή ως πρόκλησις προς τους πενόμενους και τους ανέργους Ελληνες, που για να ζήσουν αναγκάζονται να πάρουν το δρόμο της ξενιτιάς…» (Αυγή 8/2/1962).
Η κυβέρνηση, δια του υπουργού Οικονομικών (σσ: τότε δεν ήταν ο… Στουρνάρας), είχε άλλη άποψη. Δήλωνε ο Θεοτόκης: Η κυβέρνηση θεωρεί την προίκα προς τη Σοφία ως «ηθικήν και έμπρακτον συμμετοχήν του ελληνικού λαού εις το ευτυχές γεγονός» και πως η προικοδότηση ήταν χαρακτηριστική «της εθνικής ευαισθησίας από την οποίαν εις τοιαύτας περιστάσεις πάντοτε διαπνέεται το έθνος»!
Την περίοδο του γάμου – και της προικός – συνεχείς ήταν οι λαϊκές διαμαρτυρίες για τα χαμηλά εισοδήματα, αλλά και για τον φτωχό προϋπολογισμό που αφορούσε στις κοινωνικές παροχές. Εξου και το σύνθημα στις διαδηλώσεις: «Προίκα στην Παιδεία και όχι στη Σοφία».
Χαρακτηριστικό ήταν το άρθρο στην πρώτη σελίδα της προδικτατορικής «Αυγής», στις 22/2/62, με τίτλο «ΠΡΟΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΡΟΚΑΜΑΤΑ», στο οποίο σημειωνόταν: «Η Παράνομη κυβέρνησις της ολιγαρχίας με κυνική δήλωσι του αρμοδίου υπουργού των Οικονομικών κ. Θεοτόκη, επιβεβαιωθείσα και από τον αντιπρόεδρο της κ. Κανελλόπουλο, απέκλεισε κάθε ενδεχόμενο αυξήσεως των μισθών και ημερομισθίων των εργαζομένων την ίδια μέρα που χάριζε απλόχερα στον Ισπανό γαμπρό 9 εκατ. δραχμές. Η κυβερνητική δήλωσις είναι αντάξια της κυβερνήσεως της πείνας και της μεταναστεύσεως, αλλά και των οργίων και της ασυδοσίας των 500 οικογενειών που λυμαίνονται τον τόπο…» (σσ: αυτά τότε…).
Το άρθρο, δε, έκλεινε με τον ακόλουθο επίλογο: «Είναι απαράδεκτη πρόκλησις να ανοίγη η κυβέρνησις της ολιγαρχίας την κάσα του λαού για την προίκα του Δον Κάρλος και όταν αυτός ο λαός που παράγει τα πάντα σε αυτόν τον τόπο θέλη ένα κομμάτι ψωμί από το δικό του μόχθο, να τον αφήνουν να πεθαίνη της πείνας…».
Η κυβέρνηση, βέβαια, προχώρησε και στην ψήφιση του νόμου και στην προικοδότηση της Σοφίας. Την επομένη, δε, της ψήφισης του νόμου περί προίκας, στις 16/3/62, η «Αυγή» κυκλοφορεί με το ακόλουθο ρεπορτάζ στην πρώτη της σελίδα: «Μετά τα μεσάνυκτα το νομοσχέδιο εψηφίσθη σε πρώτη ανάγνωσι, αφού προηγουμένως η ΕΔΑ εδήλωσε ότι δε μετέχει στην ψηφοφορία για να υπογραμμίσει την έντονη αντίθεσί της προς το ηθικώς και πολιτικώς απαράδεκτο νομοσχέδιο περί προικοδοτήσεως του Δον Χουάν Κάρλος, επίδοξου διαδόχου του απαισίου καθεστώτος του δικτάτορος της Ισπανίας Φράνκο…». Εκ μέρους της ΕΔΑ, στη συνεδρίαση είχε μιλήσει η βουλευτής Σβώλου, η οποία είχε αφενός ταχθεί κατά του αναχρονιστικού θεσμού και αφετέρου είχε τονίσει πως «εκτός τούτου η προικοδότησις αποτελεί βαρύτατην φορολογίαν μη νομοθετημένην. Το αυτό ισχύει και δι’ όλους τους εράνους της βασιλικής προνοίας, η κυβέρνησις, δε, προβάλλει το στέμμα διά να καρπούται η ιδία οφέλη».
.
Αυτά συνέβαιναν επί των «κυβερνήσεων της ολιγαρχίας». Αλλά από τότε τα πράγματα έχουν, σαφώς, βελτιωθεί. Οι Έλληνες δεν πληρώνουν, πια, βαρύτατη – και μη νομοθετημένη – φορολογία για τις προίκες των βασιέλων.
Τώρα, μισό αιώνα μετά από την πολιτική «των οργίων και της ασυδοσίας των 500 οικογενειών που λυμαίνονται τον τόπο», οι Έλληνες πληρώνουν, πλέον, φόρους και χαράτσια για την «προίκα» των τραπεζιτών. Που είναι και νομοθετημένη…
.