Επίχειρα (τα)
{επιχείρων} (αρχαιοπρ.) οτιδήποτε προκύπτει ως τιμωρία (ή ερμηνεύεται αναλόγως) μιας άδικης πράξης: πληρώνει/υφίσταται τα ~ της κακίας του. ΣΥΝ. Τιμωρία, πληρωμή
[ΕΤΥΜ. αρχ. πληθ. του ἐπίχειρον (που μαρτυρείται μόνον ως μτγν.) <ἐπί + -χείρον < χείρ “χέρι”. Μολονότι η λέξη σήμαινε αρχικώς την αμοιβή για χειρωνακτική εργασία, η συχνότερη χρήση της είναι αυτή με την οποία απαντά σήμερα, λ.χ. τῆς προπετείας πικρά κομίζονται τα τἀπίχειρα (Φιλόδημος)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 662