Μεταρσιώνω
ρ. μτβ {μεταρσίω-σα, -θηκα, -μένος} προκαλώ ψυχική ανάταση, εξυψώνω (την ψυχή και το πνεύμα): “ο μεταμελημένος πιστός έβγαινε μετραρσιωμένος από το εξομολογητήριο” (εφημ.). ΣΥΝ ανεβάζω, εξυψώνω
– μεταρσίωση (η) [1887], μεταρσιωτικός, -ή, -ό
[ΕΤΥΜ. < αρχ. Μεταρσιῶ (-όω) < μετάρσιος “ο αιωρούμενος ψηλά στον αέρα” < μετάρτ-ιος < μέτ-αρ-τος < μετ(α)- + ἀείρω “υψώνω”.]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1086