καυχησιολογώ
ρ. αμετβ. {καυχησιολογείς….| καυχησιολόγησα} μιλώ προβάλλοντας υπερβολικά τον εαυτό μου, τους δικούς μου ανθρώπους, τα επιτεύγματά μου ή τα αγαθά μου: όποιος καυχησιολογεί συνέχεια, γίνεται αντιπαθής στους άλλους.
ΣΥΝ. καυχιέμαι, κομπορρημονώ – καυχησιολόγημα (το)[1844]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 875