ενασμενίζομαιρ. μετβ. κ. μετβ. αποθ. {ενασμενίστηκα} (λογ. σπάν.)
1. (αμετβ.) καμαρώνω για κάτι (που δεν έχω ή δεν πρέπει): ενασμενίζεται για τις γνώσεις του στην ιστορία (στην πραγματικότητα δεν έχει γνώσεις)
2. (μετβ.) χαίρομαι, μου αρέσει: ενασμενίζεται να πολιτικολογεί μεγαλοφώνως ενώπιον αγνώστων
σχόλιο λ. αποθετικός
[ΕΤΥΜ. μτγν. <ἐν+ἀσμενίζω <ἄσμενος “χαρούμενος, ευχαριστημένος”, βλ.λ. ασμένως]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 604