Απούντο
επιρρ.: ελλην. Ακριβώς – ακριβώς πάνω στην ώρα που είχε οριστεί : δώσαμε ραντεβού στις δυο και ήρθε ~
[ΕΤΥΜ. < ιταλ. “appunto” = αμέσως, αυτοστιγμεί (<punto “στιγμή, σημείο” < λατ. Punctum)]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 259