Τα τελευταία χρόνια απ’ ότι φαίνεται βρίσκεται σε εξέλιξη μια συνεχής προσπάθεια από ιστορικούς (που είναι και πολιτικοί), «αναθεώρησης» της ελληνικής Ιστορίας και πιο πολύ της νεότερης, της σύγχρονης Ιστορίας, από τα προεπαναστατικά χρόνια, την επανάσταση του 1821, αλλά και τη Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή και ποιος ξέρει τι άλλο ακόμα. Ακούσαμε πως οι Έλληνες ουσιαστικά καλοπερνούσαν με τους Οθωμανούς, πως “συνωστίζονταν” στην παραλία της Σμύρνης, πως η γενοκτονία των Ποντίων ήταν απλά μια βίαιη μετακίνηση πληθυσμών καθώς και άλλες αντίστοιχες θέσεις που δεν συνοδεύονται όμως από ατράνταχτα επιστημονικά επιχειρήματα. Έτσι έγινε λόγος τελευταία για τους “Εθνικούς μύθους”.
Τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν το Δεκέμβρη του 1803 στο όρος Ζάλογγο, βόρεια της Πρέβεζας, χαρακτηρίστηκαν μερικώς ίσως, ως ένας ακόμη “εθνικός μύθος”.
Ας δούμε όμως το ιστορικό πλαίσιο της εποχής και ας περιγράψουμε τα γεγονότα με βάση τις σωζόμενες πηγές από Έλληνες και ξένους ιστορικούς και περιηγητές, έτσι ώστε και να γνωρίσουμε σε βάθος το συμβάν και να κρίνουμε κατά πόσο είναι εθνικός μύθος, αλλά το κυριώτερο να συνειδητοποιήσουμε τι νόημα μπορεί να έχει μια τέτοια συζήτηση για τόσο λεπτά και ευαίσθητα θέματα που άπτονται της εθνικής μνήμης και συνείδησης.
Το 1803 ο Αλβανός Αλή Πασάς φαίνεται να είναι πολύ κοντά στο μεγάλο σκοπό που είχε θέσει αρκετά χρόνια πριν να εκμηδενίσει τους ενοχλητικούς και ανυπότακτους κατοίκους της σουλιώτικης ομοσπονδίας.
Οι Σουλιώτες (για τους οποίους, ο αριστερών πεποιθήσεων, Γιάννης Κορδάτος γράφει: “Θα ρωτήσει όμως κανείς: δεν είναι σωστό ότι ο Αλής χτύπησε τους Σουλιώτες με τον πιο σκληρό τρόπο; Σωστό είναι, αλλά τι ήταν οι Σουλιώτες; Η απάντηση είναι ότι ήταν κλέφτες που ρήμαζαν τα γύρω χωριά…. Ο δημοκρατισμός τους για τον οποίο κάνουν λόγο οι αστοί ιστορικοί αντανακλούσε την πρωτόγονη οργάνωση του γένους και όχι νεώτερες δημοκρατικές αντιλήψεις”) πολεμούσαν τους Τούρκους πάνω από 100 χρόνια .
Ο Αλή Πασάς αφού οργάνωσε εναντίον τους τρεις εκστρατείες, κατόρθωσε να απομακρύνει από το οροπέδιο του Σουλίου την ισχυρότερη φάρα, αυτή των Μποτσαράτων προσφέροντάς τους την περιοχή γύρω από το Βουλγαρέλι στα Τζουμέρκα. Έτσι χτυπά το Σούλι πιστεύοντας πως θα επικρατήσει εύκολα, αλλά δυστυχώς γι ’αυτόν διαψεύδεται. Οι “ληστές και κατσαπλιάδες” Σουλιώτες αντιστέκονται με ηρωισμό καθώς δεν θέλουν να υποταχτούν στην “φιλευσπλαχνη” εξουσία του. Έτσι καταφεύγει στην προσπάθεια για συνθηκολόγηση.
Στις 13 Δεκεμβρίου υπογράφεται η συνθήκη ειρήνης και το μεγαλύτερο μέρος των Σουλιωτών φεύγουν για την Πάργα. Ένα άλλο μέρος του πληθυσμού, τα γένη Κουτσονίκα και Φωτομάρα αποσύρονται στη μονή του Ζαλόγγου δίνοντας πίστη στη συνθήκη ειρήνης που είχαν υπογράψει. Ο Αλή Πασάς όμως είχε άλλα σχέδια. Στρατεύματα Τουρκαλβανών υπό τον Μπεκίρ Τζογαδούρο και Άγου Μουχουρδάρη κυκλώνουν αιφνιδιαστικά τους Σουλιώτες. Ακολουθεί φονικότατη μάχη, μέρος της οποίας είναι και το γεγονός της κατακρήμνισης των γυναικών και των παιδιών τους από τον απόκρημνο βράχο του Ζαλόγγου.
Δεν ξέρω αν οι Σουλιώτισσες έπεσαν χορεύοντας ή αν παραφρόνησαν ή αν αυτοκτόνησαν.
Θέλω να σταθώ στο φρικιαστικό αυτό γεγονός και να αναφέρω ότι γράφτηκε από ιστορικούς και περιηγητές που ερεύνησαν και μελέτησαν το θέμα για να αποφασίσουμε μετά αν και κατά πόσο έχει σημασία η ύπαρξη του χορού όπως επίσης και το γιατί ανακινείται ένα τέτοιο ζήτημα.
Ο Πρώσος περιηγητής και διπλωμάτης J.Bartholdy, που έτυχε το χειμώνα του1803-1804 να βρίσκεται στα Ιωάννινα.στο βιβλίο του “Voyage en Grece”, Paris 1807 γράφει:
“Καμιά εκατοστή απ’ αυτούς τους δυστυχισμένους είχαν αποτραβηχτεί βόρεια της Πρέβεζας στο Μοναστήρι του Ζαλόγγου. Τους επιτέθηκαν εκεί θεωρώντας ότι τάχα αυτή η τοποθεσία, πράγματι ισχυρή, θα μπορούσε να τους προσφέρει ένα νέο τόπο μόνιμης διαμονής, όπου και η σφαγή που ακολούθησε υπήρξε φρικτή. Τριάντα εννέα γυναίκες γκρεμίστηκαν από τα βράχια με τα παιδιά τους που μερικά ακόμη βύζαιναν”.
και ο Άγγλος στρατιωτικός και περιηγητής William Martin Leake στο έργο του “Travels in Northern Greece”, London, 1835 αναφέρει:
“Περίπου 100 οικογένειες είχαν αποτραβηχτεί στο μέρος αυτό από το Σούλι και την Κιάφα, με συνθήκες και ζούσαν στο λόφο ανενόχλητες ώσπου έπεσε το Κούγκι. Τότε επειδή τάχα η περιοχή αυτή ήταν περισσότερη οχυρή ξαφνικά τους επιτέθηκαν με διαταγή του Βεζίρη. Όταν η κατάσταση έγινε απελπιστική ο Κίτσος Μπότσαρης και ένα τμήμα του διέφυγαν. Από τους υπολοίπους, 150 σκλαβώθηκαν και 25 κεφάλια στάλθηκαν στον Αλβανό Μπουλούκμπαση στην Καμαρίνα που διεύθυνε τις επιχειρήσεις, 6 άνδρες και 22 γυναίκες ρίχτηκαν από τα βράχια από το ψηλότερο σημείο του γκρεμνού, προτιμώντας έτσι παρά να πέσουν ζωντανοί στα χέρια των εχθρών τους. Πολλές γυναίκες που είχαν παιδιά τις είδαν να τα ρίχνουν με δύναμη προτού εκείνες κάνουν το μοιραίο πήδημα”.[3]
Ο Γάλλος ιστορικός, ακαδημαϊκός και φιλέλληνας C. Fauriel ( “Chants populaires de la Grece modern”, Paris 1824 – 1825, τ. Α΄, σ.σ. 277 – 278). Έγραψε “για το χορό του Ζαλόγγου”:”..ήταν ακόμα αβέβαιη, όταν εξήντα γυναίκες, βλέποντας πως στο τέλος θα σκοτώνονταν οι δικοί τους, μαζεύονται σ’ ένα απότομο ψήλωμα στον γκρεμό, που στη μία πλευρά του ανοιγόταν ένα βάραθρο και στο βάθος του το ρέμα άφριζε ανάμεσα στους μυτερούς βράχους που γέμιζαν τις όχθες και τη κοίτη του. Εκεί αναλογίζονται τι έχουν να κάνουν, για να μη πέσουν στα χέρια των Τούρκων, που τους φαντάζονται κιόλας να τις κυνηγούν. Αυτή η απελπισμένη συζήτηση στάθηκε σύντομη, και η απόφαση που ακολούθησε ήταν ομόγνωμη. Οι περισσότερες απ’ αυτές τις γυναίκες ήταν μητέρες, αρκετά νέες, και είχαν μαζί τα παιδιά τους, άλλες στο βυζί ή στην αγκαλιά, άλλες τα κρατούσαν από το χέρι. Η κάθε μια πήρε το δικό της, το φίλησε για τελευταία φορά και το έριξε ή το έσπρωξε γυρνώντας το κεφάλι στον διπλανό γκρεμό. Όταν δεν είχαν πια παιδιά να γκρεμίσουν, πιάστηκαν από τα χέρια και άρχισαν ένα χορό, γύρω – γύρω, όσο πιο κοντά γινόταν στην άκρη του γκρεμού και η πρώτη απ’ αυτές, αφού χόρεψε μια βόλτα φτάνει στην άκρη, ρίχνεται και κυλιέται από βράχο σε βράχο ως κάτω στο φοβερό βάραθρο. Ωστόσο ο κύκλος, ή ο χορός συνεχίζει να γυρνάει, και σε κάθε βόλτα μια χορεύτρια αποκόβεται με τον ίδιο τρόπο, ως την εξηκοστή. Λένε πως από κάποιο θαύμα, μία απ’ αυτές τις γυναίκες δεν σκοτώθηκε πέφτοντας».[4]
Το 1815, (έξι χρόνια πριν την επανάσταση του 21), δημοσιεύεται και η πρώτη ελληνική αναφορά στο περιστατικό που περιλαμβάνεται στη δεύτερη έκδοση της Ιστορίας του Σουλίου και της Πάργας του Χριστόφορου Περρραιβού που τυπώθηκε στη Βενετία, που αποτελεί και την πρώτη ουσιαστικά ελληνική πηγή του γεγονότος αναφέροντας σχετικά…
“τότε εγνώρισαν ο Κουτσιονίκας και ο Κίτσιο Μπότσαρης την συνηθισμένην αντιπληρωμήν όπου δίδει ο Βεζίρης εις τους πιστούς του προδότας, πλην η μετάνοια τότε ήτο ανωφελής. Άρχισαν μ’ όλον τούτο και αντεμάχοντο μεγαλοψύχως, δεν είχαν όμως τα αναγκαία ν’ αντισταθούν περισσότερον από δύο ημέρας. Αι γυναίκες δε κατά την δευτέραν ημέραν βλέπουσαι ταύτην τη κτηνώδη περίστασιν, εσυνάχθησαν έως εξήκοντα, επάνω εις έναν πετρώδη κρημνόν. Εκεί εσυμβουλεύθησαν και απεφάσισαν ότι καλύτερα να ριφθούν κάτω από τον κρημνόν διά να αποθάνουν, πάρεξ να παραδοθούν διά σκλάβες εις χείρας των Τούρκων. Όθεν αρπάξαντες με τας ιδίας των χείρας τα άκακα και τρυφερά βρέφη, τα έρριπτον κάτω εις τον κρημνόν. Έπειτα αι μητέρες πιάνοντας η μία με την άλλη τα χέρια τους άρχισαν και εχόρευαν, χορεύουσαι δε επηδούσαν ευχαρίστως μίαν κατόπιν της άλλης από τον κρημνόν. Μερικαί όμως δεν απέθανον, επειδή έπιπτον επάνω εις τα παιδία των και τους συντρόφους, των οποίων τα σώματα ήταν καρφωμένα πάνω εις τες μυτερές πέτρες του κρημνού”.
Στην επόμενη έκδοση του έργου αυτού, το 1857, απαλείφθηκε το περιστατικό της προδοσίας και η λεπτομέρεια του χορού, η δε αναφορά στο γεγονός είναι ψυχρή χωρίς συναισθηματικά στοιχεία.
Το 1820 ο Γάλλος περιηγητής Φραγκίσκος Πουκεβίλ που διέμενε 10 και πλέον χρόνια στην αυλή του Αλή Πασά, εκδίδει τους 3 πρώτους τόμους του έργου του Ταξίδι στην Ελλάδα όπου αναφέρεται:
“Ηρωικό θάρρος εξήντα γυναικών, που κινδύνευαν να παραδοθούν στη σκλαβιά των Τούρκων. Ρίχνουν τα παιδιά τους πάνω στους πολιορκητές σαν να ήταν πέτρες έπειτα, πιάνοντας το τραγούδι του θανάτου και κρατώντας η μιά το χέρι της άλλης, ρίχτηκαν στο βάθος της αβύσσου, όπου τα κομματιασμένα πτώματα των παιδιών τους δεν άφηναν μερικές να συναντήσουν το Χάρο, όπως θα το ήθελαν”.
Πρώτος που αμφισβήτησε ρητά τον χορό είναι ο Περικλής Ζερλέντης, ο οποίος το 1888 επισκέφτηκε το Ζάλογγο, ο μοναδικός ως τότε από όσους είχαν γράψει για το γεγονός, και πρόλαβε ζωντανή την αδελφή του Μαρκομπότσαρη καθώς και ένα από τα παιδιά που γλίτωσαν από την πτώση στο βάραθρο, τη Λάμπρω, το 1803 εφτά χρονών κορίτσι και τότε υπέργηρη μοναχή. Ο Ζερλέντης θεωρεί ότι τα περί χορού “κατατακτέα εισίν εν τοις μυθεύμασιν”, και, μπροστά από την εποχή του, λέει ότι οι ένδοξες πράξεις δεν αμαυρώνονται από την πιστή και αληθινή περιγραφή τους.
Η σύγχρονη ιστορικός Βάσω Ψιμούλη, συγγραφέας του βιβλίου “Σούλι και Σουλιώτες” (Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών, 1998) γράφει, “στη διάρκεια της διεξαγόμενης, σε στενωπούς και μονοπάτια του όρους, μάχης, μέρος των γυναικόπαιδων κατακρημνίστηκε, είτε απωθούμενο στην άκρη του γκρεμού από τους οπισθοχωρούντες μαχητές είτε με απόφαση των γυναικών να προτιμήσουν γι’ αυτές και τα παιδιά τους τον εκούσιο θάνατο παρά μια οδυνηρή αιματοχυσία και αιχμαλωσία”.
Ο Σπ. Αραβαντινός στο έργο του “Ιστορία Αλή πασά του Τεπελενλή”, Αθήναι 1895.
“[.] Την πρωίαν της 16ης Δεκεμβρίου εφάνη πολυάριθμον σώμα Αλβανών υπό τον Μπεκήρ Τζογαδώρον επερχόμενον. Οι Σουλιώται κατώρθωσαν να αποκρούσωσι τας εφόδους του εχθρού την 16ην και 17ην Δεκεμβρίου. Τη επιούση (= την επόμενη μέρα) ο μεν Κουτσονίκας και οι περί αυτόν παρεδόθησαν εις τον Μπεκήρ, εκ δε των λοιπών 56 γυναίκες και 13 άνδρες κατέφυγον εις τον παρακείμενον και συνδεόμενον τη μονή απότομον και κρημνώδη βράχον, πάντες δε οι άλλοι οπλίται ξιφήρεις υπό τον Κίτσον Μπότσαρην διέσχισαν περί λύχνους αφάς τας τάξεις των πολιορκητών και διεσώθησαν εξ αυτών εκατόν τεσσαράκοντα επτά [.], αι δε επί του βράχου καταφυγούσαι εν χορώ έπεσαν η μία μετά την άλλην εις το χαίνον υπό τους πόδας αυτών βάραθρον, αφ’ ου κατεκρήμνισαν πρώτον εν αυτώ τα ίδια τέκνα, όσα έφερον εις τας αγκάλας”.
Υπάρχουν και άλλες μελέτες ή μαρτυρίες για το συμβάν. Ας δούμε όμως τι γράφει ο Αχμέτ Μουφίτ απόγονος του Αλή Πασά για το Ζάλογγο. (Αλή Πασας ο Τεπελενλής Κων/πολη 1908).
“Χίλιοι περίπου Σουλιώτες κατευθύνθηκαν προς το Ζάλογγο, που απείχε οκτώ ώρες από το Σούλι. Εκεί ο Μπεκίρ Αγάς επιτέθηκε εναντίον τους και τους περικύκλωσε. Εξήντα περίπου γυναίκες που βρίσκονταν σ’ ένα λόφο, όταν είδαν την καταστροφή των ανδρών τους, για να μην πέσουν ζωντανές στα χέρια των Τούρκων (Aλβανών Μουσουλμάνων) αποφάσισαν να αυτοκτονήσουν. Κρατώντας τα μωρά τους στην αγκαλιά, έπεσαν με εξαιρετικό θάρρος στο γκρεμό” (σελ 82-83).
Νομίζω πως όλοι μπορούμε να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας.
Είτε υπήρξε χορός είτε όχι, δεν παίζουμε με την ιστορική μνήμη των λαών (και κυρίως δεν χρησιμοποιούμε την αμφισβήτηση για προσωπική προβολή).
Με τιμή
Γρηγόρης Γιοβανόπουλος
Δάσκαλος
Βιβλιογραφία –πηγές
ΒΑΣΩ ΨΙΜΟΥΛΗ « ΣΟΥΛΙ ΚΑΙ ΣΟΥΛΙΩΤΕΣ» ,ΑΘΗΝΑ 1998
ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΠΛΟΜΑΡ «ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ»
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΕΡΡΑΙΒΟΥ «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΟΥΛΛΙΟΥ ΚΑΙ ΠΑΡΓΑΣ»
ΣΑΡΑΝΤΟΣ ΚΑΡΓΑΚΟΣ «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821» Α ΜΕΡΟΣ