Καζάντιο (το)
(χωρίς γεν.) (λαικ) (συνηθ. στον πλυθηντικό) τα – κυρίως χρηματικά – κέρδη από εμπορικές συναλλαγές ή εργασία, η περιουσία που δημιουργεί κανείς με την εργασία του
φρ. (ειρων.) είδαμε τα καζάντιά σου! = για την αποτυχία κάποιου να προκόψει, να έχει κάποιο όφελος: ~ που δεν έχεις μια δραχμή στην άκρη ΣΥΝ. Καζάντισμα.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 799