Συνεπαγωγή (η) [1896]
1. αυτό που προκύπτει ως λογικό και αναπόφευκτο αποτέλεσμα από κάτι άλλο ή αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεσή του,
2. ΜΑΘ. Η πρόταση που προκύπτει από δυο άλλες προτάσεις α και β και έχει μορφή “αν α, τότε β”.
[ΕΤΥΜ. Η λέξη πρωτοαπαντά στη νέα Ελληνική με την αρχαία σημασία (του ρ. Συνεπάγω) “συγκέντρωση όπλων και εφοδίων”. Οι σημερινές σημασίες οφείλονται στους όρους επάγω – επαγωγή (βλ.λ.)]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1702