Κατηγορίες
Χωρίς κατηγορία

Πέθανε ο Ιάπωνας που είχε παραδοθεί 29 χρόνια μετά τη λήξη του Β’ Π.Π.

xoond

υπάρχει και ελληνική παρόμοια ιστορία.

Ένα από τα πιο παράδοξα σύμβολα της αγριότητας αλλά και του ηρωισμού του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ιάπωνας στρατιώτης Χιρόο Ονόντα πέθανε την Πέμπτη σε νοσοκομείο του Τόκιο. Ήταν 91 ετών και πέθανε από επιπλοκές που επέφερε πάθηση των πνευμόνων.
Ο Ονόντα ήταν ένας από τους εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες του αυτοκρατορικού στρατού της Ιαπωνίας που πολέμησαν στον Ειρηνικό. Η ιδιαιτερότητά του ήταν ότι παραδόθηκε 29 ολόκληρα χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς κρυβόταν στη ζούγκλα των Φιλιππίνων – αρχικά μη γνωρίζοντας πως ο πόλεμος έχει λήξει και ότι ΗΠΑ και Ιαπωνία ήταν πλέον σύμμαχοι και ακολούθως αρνούμενος να παραδοθεί – ως το 1974!
Την είδηση του θανάτου του Ονόντα ανακοίνωσε ο εκπρόσωπος Τύπου της ιαπωνικής κυβέρνησης Γιοσιχίντε Σούγκα την Παρασκευή. Εξέφρασε τα συλλυπητήριά του προς την οικογένεια του εκλιπόντος και εξύμνησε τη δύναμη της θέλησης και το ακάματο πνεύμα του Ονόντα.
«Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Ονόντα έζησε στη ζούγκλα για πολλά πολλά χρόνια. Μόνο όταν επέστρεψε στην Ιαπωνία ένιωσα ότι ο πόλεμος είχε επιτέλους τελειώσει. Έτσι ένιωσα» είπε ο εκπρόσωπος Τύπου, απηχώντας μια γενικότερη αίσθηση που υπήρχε στην ιαπωνική κοινωνία καθώς ο Ονόντα ήταν ο τελευταίος από μια σειρά στρατιωτών που χαμένοι στις ζούγκλες του Ειρηνικού και συνεχίζοντας να υπακούν σε διαταγές που είχαν δοθεί χρόνια πριν, πολεμούσαν σε έναν πόλεμο που είχε προ πολλού λήξει.

Ο Ονόντα ήταν αξιωματικός των πληροφοριών. Βγήκε από την κρυψώνα του στην ζούγκλα της νήσου Λουμπάνγκ των Φιλιππινών, αποστεωμένος τον Μάρτιο του 1974, στα 52α γενέθλιά του. Ωστόσο παραδόθηκε επισήμως μόνο όταν ο πρώην διοικητής του, ταξίδεψε στο νησί και ακύρωσε τις διαταγές που είχε λάβει το 1945 και οι οποίες ήταν να μείνει πίσω από της γραμμές του στρατηγού ΜακΑρθουρ και να κατασκοπεύει τα αμερικανικά στρατεύματα!

Το 1945 η λήξη του πολέμου τον βρήκε μαζί με άλλους 3 στρατιώτες στα βουνά των Φιλιππίνων. Μια πρώτη είδηση για τη λήξη του πολέμου (δια των Φιλιππινέζων που τον καλούσαν να παραδοθεί γιατί τα πάντα είχαν τελειώσει) είχε φτάσει στον Ονόντα τον Οκτώβριο του 1945, όμως δεν έδωσε σημασία και δεν κατέβηκε από τα βουνά που είχε καταφύγει.

Από τους 4, ο ένας (ο Γιουΐτσι Ακάτσου) παραδόθηκε το 1950. Ο δεύτερος (o Σοΐτσι Σιμάνντα) πέθανε το 1953 σε ανταλλαγή πυρών με ανθρώπους της περιοχής. Ο τρίτος της παρέας, ο Κινσίτσι Κοζούκα πέθανε από σφαίρες αστυνομικών το 1972, όταν έγινε ανταλλαγή πυρών μεταξύ των 2 που είχαν απομείνει (Ονόντα και Κοζούκα) και αστυνομικών. Σημείωση: οι δυο έκαιγαν φυτείες ρυζιού, ακολουθώντας τις διαταγές που τους είχαν δοθεί 27 χρόνια πριν, σαμποτάροντας την αγροτική παραγωγή.

Ο Ονόντα, υπακούοντας σε μια λογική απόλυτης πίστης στον Αυτοκράτορα και πιστεύοντας ότι ο θάνατος είναι προτιμότερος από το να παραδοθεί, αρνείτο να βγει από την κρυψώνα του, μολονότι στην περιοχή είχαν διεξαχθεί τέσσερις επιχειρήσεις ανεύρεσής του και μέλη της οικογενείας του τού εξηγούσαν μέσω μεγαφώνων ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει.

Τον βρήκε στις 20 Φεβρουαρίου του 1974 ο Νόριο Σουζούκι, που τον αναζητούσε. Παρότι έγιναν φίλοι, ο Ονόντα αρνούνταν πεισματικά να κατέβει από τα βουνά, αναμένοντας την ακύρωση των εντολών που είχε από κάποιον ανώτερό του αξιωματικό. Τελικά, και μετά από την επιστροφή του Σουζούκι στην Ιαπωνία, η κυβέρνηση της χώρας εντόπισε τον διοικητή του Ονόντα, Γιοσίμι Τανιγκούτσι. Αυτός πήγε αεροπορικώς στο νησί και βρήκε τον Ονόντα, παραδίδοντας του εντολή για να παραδοθεί στις αμερικανικές ή στις φιλιππινέζικες αρχές.
Ο Ονόντα τελικά παραδόθηκε στον τότε δικτάτορα των Φιλιππίνων Φερντινάντ Μάρκος, ενδεδυμένος με την επίσημη στολή του, το πηλίκιο και το ξίφος του, τα οποία είχε διατηρήσει σε καλή κατάσταση, μολονότι είχαν περάσει 30 χρόνια από τότε που εστάλη στη Λουμπάνγκ.

Μετά την επιστροφή του στην Ιαπωνία, του ήταν αδύνατο να παραμείνει εκεί, βλέποντας ότι ουσιαστικά τα πάντα στην χώρα είχαν αλλάξει, είχαν εκδυτικοποιηθεί και αξίες στις οποίες ο ίδιος πίστευε είχαν χαθεί στην πορεία. Ο μιλιταρισμός ήταν πια καταδικαστέος, το ίδιο και η πίστη στο μεγαλείο της Ιαπωνίας και του Αυτοκράτορα.
Προτίμησε να αγοράσει ένα κτήμα στη Βραζιλία και έπειτα επέστρεψε για να δημιουργήσει ένα μικρό σχολείο σε μια σχετικά απομονωμένη περιοχή στον ιαπωνικό Βορρά.
«Δεν θεωρώ αυτά τα 30 χρόνια ότι τα έχασα. Χωρίς αυτήν την εμπειρία, θα ήμουν άλλος άνθρωπος και η ζωή μου δεν θα ήταν όπως είναι σήμερα» είχε πει μιλώντας στο Associated Press το 1995.

Να σημειωθεί ότι υπήρξε παρόμοια ιστορία, με Ταϊβανέζο (που υπηρετούσε στον Αυτοκρατορικό Στρατό της Ιαπωνίας), ο οποίος έμεινε ακόμη περισσότερο καιρό στη ζούγκλα. Πρόκειται για τον Τερούο Νακαμούρα, που συνελήφθη τον Δεκέμβριο του 1974 στην Ινδονησία και τελικά πέθανε το 1979 στην Ταϊβάν (από όπου κατάγονταν).

—-

Δυστυχώς παρόμοια ιστορία έχει να διηγηθεί και η Ελλάδα: ο Σπύρος Μπλαζάκης (Μπλαζοσπύρος) και ο Γιώργης Τσομπανάκης (Τσοπανογιώργης), μετά από τον Εμφύλιο και αφού δεν μπόρεσαν να διαφύγουν στην ανατολική Ευρώπη ή στην Ιταλία (αργότερα), έμειναν στα βουνά της Κρήτης μέχρι την αμνήστευσή τους, το 1975. Είχαν μείνει στα βουνά της Μεγαλονήσου από τη μέρα που το κομμουνιστικό κόμμα είχε κηρυχθεί εκτός νόμου. Τρεις φορές αρνήθηκαν την αμνηστία που τους προσφέρθηκε (από τον Ν. Πλαστήρα, τον Π. Κανελλόπουλο και επί χούντας, το 1972), για λόγους πολιτικών αρχών. Δέχθηκαν την αμνηστεία του Κ. Καραμανλή, τον Φεβρουαρίου του 1975. Πέθαναν το 1996, με σχεδόν έναν μήνα διαφορά ο ένας από τον άλλο…