ώσμωση (η) [1889] {-ης, κ. -ώσεως | -ώσεις, -ώσεων}
1. ΧΗΜ. η αυτόματη διέλευση ή διάχυση νερού ή άλλου διαλύτη από αραιό διάλυμα προς πυκνό διάλυμα μέσω ημιπερατής μεμβράνης.
2. (μτφ) η αλληλεπίδραση, η διάχυση στοιχείων μέσα σε άλλα: η ελεύθερη διατύπωση και διακίνηση απόψεων και ιδεών επιτρέπει τη δημιουργική ~ και ανάπτυξη καλλιτεχνικών ρευμάτων και τάσεων
[ΕΤΥΜ. αντιδάνειο < αγγλ. osmosis, που αποσπάστηκε από το συνθ. end-osmosis]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 2004