Γραώδης, -ης, -ες {γραώδους | -εις, (ουδ.. -η), -ών} (αρχαιοπρ. – μφτ.)
παμπάλαιος, ξεπερασμένος, ανώφελος: άφησε κατά μέρος τους ~ μύθους (πβ. τους δε βεβήλους και γραώδεις μύθους παραιτοῦ Κ.Δ. Α’ Τιμόθεος 4,7)
[ΕΤΥΜ.: μτγν <αρχ. γραῦς βλ. κ γραία]