Διχοστασία (η) {διχοστασιών} (λογ.)
η διάσταση απόψεων, συμφερόντων κλπ ΣΥΝ. διχόνοια, ΑΝΤ. ομόνοια, σύμπνοια.
[ΕΤΥΜ.: αρχ. < διχο-(<δίχα, σε δυο μέρη, χωριστά) < δις + -στασία < στάσις]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 518