Εξικνούμαι
ρ. αμτβ. αποθ. {εξικνείσαι…. μόνο σε ενεστώτα και παρατατικό}
(αρχαιοπρ.) καταλήγω, φθάνω, έχω ως όριο: “ … όλη των η διανοητική ακτίς εξικνείται μέχρι του πόκερ και μιας συζητήσεως [….] δια το βύσσινον το οποίον απέτυχε…” (Στρατής Μυριβήλης).
σχόλιο: λ. αποθετικός
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β” έκδοση, Γ” ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 630