Μετακόμιση (η) [μτγν.] {-ης και -ίσεως | -ίσεις, -ίσεων}
2. η αλλαγή τόπου διαμονής, κατοικίας: ήταν μεγάλη ~ από την Κρήτη στην Αλεξανδρούπολη.1. η μεταφορά της οικοσκευής (ενός νοικοκυριού) από έναν τόπο εγκατάστασης σε άλλον: η ~ θα γίνει στο τέλος του μήνα || κατά τη ~ στο νέο τους διαμέρισμα έχασαν την κούτα με το καλό σερβίτσιο || ειδικό γραφείο ανέλαβε την ~.
Μετακομιστικός, -η, -ο [1893]
σχόλιο: βλ. λέξη κομίζω
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 1082