Ομοτικός, -ή, -ό [μτγν.]
1. αυτός που σχετίζεται με τον όρκο
2. ΓΛΩΣΣ. (παλαιότ.) ομοτικό μόριο, μόριο που χρησιμοποιείται στον λόγο, όταν ορκίζεται κανείς, λ.χ. το μα: μα τον Θεό || μα την αλήθεια.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση, σελίδα 1257