Μεφιτικός, -η, -ο
αυτός που αναδίδει δυσάρεστη οσμή, που προκαλεί αποστροφή και βλάβη στην υγεία με τη μυρωδιά του: ~ αναθυμιάσεις ΣΥΝ. Δυσώδης, – μεφιτίζω ρ.
[ΕΤΥΜ. < ;γαλ. Mèphitique < λατ. Mephitis “αναθυμίαση”]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση, σελίδα 1094