[αρχ.] αυτός που συμβαίνει σε ακατάλληλο χρόνο, που δεν γίνεται την πρέπουσα χρονική στιγμή ή περίοδο: μη βιαστείς, θα είναι ~ κάτι τέτοιο αυτή την εποχή || η αντίδρασή του ήταν ~ και ετεροχρονισμένη
ΣΥΝ. άκαιρος, ανεπίκαιρος, ΑΝΤ. επίκαιρος έγκαιρος – παράκαιρα, / παρακαίρως [αρχ.] επίρρ.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση 2006, σελίδα
1326