Κόρνερ (το), {άκλ.}
1. [….]
2. ΟΙΚΟΝ. η συντονισμένη ενέργεια κερδοσκόπων, οι οποίοι, κατόπιν μυστικής συμφωνίας, αγοράζουν ένα προϊόν σε μεγάλες ποσότητες, ώστε να δημιουργηθεί τεχνητή έλλειψη και να το πουλήσουν μετά σε πολύ μεγαλύτερη τιμή και με μεγάλο κέρδος.
3. το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ένας αγοραστής μετοχών, ο οποίος φαίνεται να έχει αγοράσει τίτλους, τους οποίους οφείλει να παραδώσει, αλλά στην πραγματικότητα ούτε κατέχει ούτε μπορεί να εξασφαλίσει.
[ΕΤΥΜ. < αγγλ. corner “γωνία” < παλ. γαλλ. conrere< corne “γωνία, κέρατο” (βλ.λ. κορνέ)]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση 2006 – σελίδα 934
αποφύγαμε να αντιγράψουμε το σημείο 1, το οποίο αναφέρεται στο γνωστό κόρνερ, τον ποδοσφαιρικό όρο, θέλοντας να εστιάσουμε στα οικονομικά. Γιατί είναι μια ιστορία που σύντομα θα τη δούμε στις οθόνες μας…