μακρόθυμος, -η, -ο [μτγν.]
1. αυτός που ανέχεται και υπομένει τα λάθη ή τις αδυναμίες των άλλων ΣΥΝ. ανεκτικός, υπομονετικός, καρτερικός
2. αυτός που εύκολα συγχωρεί, που δεν κρατά κακία ΣΥΝ. ανεξίκακος, αμνησίκακος, ΑΝΤ. μνησίκακος, εκδικητικός
– μακρόθυμα επίρρ., μακροθυμία (η) [αρχ.].
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, β’ έκδοση, γ’ ανατύπωση 2006, σελ. 1039