Ευνοιοκρατία (η) {χωρίς πληθυντικό}
η κατάσταση στην οποία επικρατεί προνομιακή, μεροληπτική μεταχείριση ορισμένων (ευνοουμένων), η άδικη προώθηση και εξυπηρέτηση (κάποιων εις βάρος άλλων): καταπολέμησης της ~ || φαινόμενα / κρούσματα ευνοιοκρατίας
ΣΥΝ: φαβοριτισμός
– ευνοιοκρατικός, -ή, -ό, ευνοιοκρατικ-ά / -ώς επίρρ.
[ΕΤΥΜ. απόδοση του γαλλικού favoritisme].
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση 2006, σελίδα 692