Όταν στις στις 3 παρά 10’ το πρωί της Δευτέρας της28ης Οκτωβρίου 1940, ο Ιταλός Πρεσβευτής στην Αθήνα κόμης Εμμανουέλ Γκράτσι επέδιδε στα χέρια του Πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά το ιταμό και απειλητικό τελεσίγραφο της υπερδύναμης Ιταλίας, το οποίο αφού ζητούσε την κατάληψη στρατηγικών σημείων της Ελλάδας κατέληγε: «…… Εάν τα ιταλικά στρατεύματα ήθελον συναντήση αντίστασιν, η αντίστασις αυτή θα καμφθή δια των όπλων και η Ελληνική Κυβέρνησις θα έφερε τας ευθύνας, αι οποίαι ήθελον προκύψη εκ τούτου» κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί αυτά που θα επακολουθουσαν.
Κανείς εκτός βέβαια από τον γενναίο Ελληνικό δημοκρατικό λαό και τους αυθεντικούς πολέμαρχους ηγήτορές του. (Κατσιμήτρος, Μαυρογιάννης Δαβάκης, Βραχνός Φριζής κ.α.).
Η Ιταλία των 8.000.000 λογχών επιτίθονταν σε μια Ελλάδα με πολλά οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα. Σε μια Ελλάδα που προσπαθούσε να συνέλθει από την τρομερή μικρασιατική καταστροφή, που προσπαθούσε να ενσωματώσει τις εκατοντάδες χιλιάδες των προσφύγων και να επιβιώσει στο νέο πολιτικοστρατιωτικό περιβάλλον που διαμορφώνονταν στη γηραιά ήπειρο αλλά και στον κόσμο ολόκληρο.
Βέβαια είχε ζήσει την αλήστου μνήμης δικτατορία του Πάγκαλου, το κίνημα του ’35 την παλινόρθωση της μοναρχίας των Γλύξμπουργκ τους οποίους ξανακάλεσε ο ελληνικός λαός (sic!!) εκτιμώντας τη στάση τους στα εθνικά ζητήματα(sic!!!!) δια των Κονδύλη, Παπάγου, Ρέππα, Οικονόμου.
Ζούσε βέβαια την «Κυβέρνηση» Μεταξά που επέβαλλε ο Γεώργιος Β’,η οποία εγκαθίδρυσε ένα καθεστώς που προσιδίαζε με τον Γερμανικό και τον Ιταλικό Φασισμό.
Σ’ αυτήν την Ελλάδα είχε σχεδιάσει να επιτεθεί ο Μουσολίνι πιστεύοντας πως θα καταγάγει έναν ασφαλή και σύντομο θρίαμβο.
Όταν στις 15 Οκτωβρίου συνήλθε στο Παλάτσο Βενέτσια το πολεμικό Συμβούλιο ο τοποτηρητής της Κυβέρνησης στην Αλβανία Τζακομίνι ανέφερε πως υπάρχει απογοήτευση στην Αλβανία για την καθυστέρηση της επιχείρησης, ο Στρατηγός Βισκόντι Πράσκα ανέφερε πως σε20 ημέρες ο ιταλικός στρατός θα βρίσκεται στην Πρέβεζα και μετά θα κατευθυνθεί προς την Αθήνα καθώς ο μικρός Ελληνικός στρατός δεν θα είχε διάθεση (κατ’ αυτόν), να πολεμήσει.
Ο Στρατάρχης Μπαντόλιο εμφανίστηκε συνετότερος καθώς συνέστησε την συγκέντρωση εντός τριών μηνών 20 μεραρχιών και ταυτόχρονη ενέργεια στην Αίγυπτο (πιθανόν για να απασχολήσει τους Άγγλους). Ο Μουσολίνι βέβαια παρέβλεψε αυτήν την πρόταση και στις 28 Οκτωβρίου άρχισε η επίθεση κατά της χώρας μας.
Τα πράγματα όμως δεν εξελίχτηκαν όπως τα σχεδίαζε. Στις 22 Νοεμβρίου απελευθερώθηκε η Κορυτσά, στις 3 Δεκεμβρίου η Πρεμετή, στις 6 Δεκεμβρίου οι Άγιοι Σαράντα, το Δέλβινο, η Δερβιτσάνη, στις 8 Δεκεμβρίου το Αργυρόκαστρο και οι Ιταλοί κινδύνευαν άμεσα με πανωλεθρία.
Παρά την μεγάλη «Εαρινή» επίθεση (Primavera) ο Μουσολίνι επέστρεψε άπρακτος και απογοητευμένος στη Ρώμη. Στις 6 Απριλίου1941 η ναζιστική Γερμανία χτυπά την μαχόμενη Ελλάδα από την κοιλάδα του Αξιού και στις 9 Απριλίου τα τανκς του Στρατάρχη ΒίλχελμΦον Λιστ μπήκαν στη Θεσσαλονίκη. Στις 20 Απριλίου ο Στρατηγός Τσολάκογλου υπέγραψε στο Βοτονόσι του Μετσόβου συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς.
Αυτό ήταν και το τέλος της ηρωικής εποποιίας του Ελληνικού στρατού ενάντια στις δύο φασιστικές και μιλιταριστικές αυτοκρατορίες. Ακολούθησε η κατοχή, ο εμφύλιος και το 1949 τα όπλα επιτέλους σίγησαν. Και όταν ήρθε η ώρα της ανασυγκρότησης, η ώρα της περισυλλογής, η ώρα της δημιουργίας και της απόδοσης ευχαριστιών προς τους ήρωες, η Ελλάδα ξέχασε για μια ακόμη φορά αυτούς που πολέμησαν για την ακεραιότητα και τη δόξα της. Όπως μετά τον πόλεμο της ανεξαρτησίας οι πολεμιστές που έδιωξαν τους Τούρκους, κυνηγήθηκαν, από το επίσημο κράτος το οποίο καταδίκασε σε θάνατο το Στρατηγό Κολοκοτρώνη, έτσι και τώρα η Ελλάδα «ξέχασε» τους 7.976 νεκρούς που έπεσαν στις επικές μάχες στη Β. Ήπειρο.
Σίγουρα έχουν γραφεί πολλά για αυτή την απαράδεκτη και εγκληματική αδιαφορία της Ελληνικής πολιτείας πάνω σ’ αυτό το τεράστιο ηθικό ζήτημα.
Έχω γράψει αρκετά κείμενα προσπαθώντας να ευαισθητοποιήσω και να κινητοποιήσω τους απογόνους των στρατιωτών που έμειναν για πάντα εκεί στη Β. Ήπειρο πολεμώντας «υπέρ Πατρίδος». Για αρκετά χρόνια προσπαθώ να συλλέξω στοιχεία για τον τόπο ταφής του αείμνηστου παππού μου Μουτρόπουλου Διονύση που ως οπλίτης της ΧΙ ομάδας αναγνωρίσεως ξεψύχησε στις 13 Φεβρουαρίου 1941 «σε άγνωστο Νοσοκομείο» όπως με πληροφόρησε επίσημα το ΓΕΣ. Βέβαια καθώς οι προσπάθειές μου συνεχίζονταν βρήκα και άλλα στοιχεία αλλά αυτό που με θλίψη και οργή συνειδητοποίησα ήταν η αδιαφορία, η αφέλεια, η ενδοτικότητα, η ηττοπάθεια του Ελληνικού κράτους. Θα αναφέρω ενδεικτικά ορισμένα στοιχεία για του λόγου το αληθές.
Οι Ιταλοί βάσει οργανωμένου σχεδίου τη δεκαετία του ’60 προέβησαν στον εντοπισμό των νεκρών τους οποίους μετέφεραν στη χώρα τους. Αντίστοιχο αίτημα δεν υποβλήθηκε από την Ελλάδα, αλλά και αν υποβλήθηκε και αρνήθηκαν οι Αλβανοί γιατί η Ελλάδα δεν προσέφυγε στους διεθνείς οργανισμούς για την εφαρμογή των συμβάσεων της Βιέννης του 1949 και των δύο πρωτοκόλλων του 1977;
Επίσης πάλι οι «εχθροί» Ιταλοί αμέσως μετά τη σύμπτυξη του Ελληνικού στρατού το 1941 συγκρότησαν επιτροπή από 500 στρατιωτικούς, 20 ιερείς και 1000 Αλβανούς και προχώρησαν σε συστηματική έρευνα και εντοπισμό των νεκρών Ιταλών, αλλά και Ελλήνων.
Ενώ εμείς ως Έλληνες δείτε τι κάναμε: Σε έγγραφο του 1ου Επιτελικού Γραφείου του ΓΕΣ , το υπ. Αριθμ. Φ.485/20/49802/6-6-79 αναφέρεται: «Δεν είναι πρακτικώς δυνατόν σήμερον να ευρίσκονται άταφοι, έστω και λείψανα πεσόντων προς ανακομιδήν τούτων εις την Ελλάδα, λόγω του διαρρεύσαντος έκτοτε μακρού χρόνου». Και συνεχίζει «Αν γνωρίζετε που φυλάσσονται οστά πεσόντων με ακριβή στοιχεία, να αναφέρετε διά να ενεργήσωμεν διά την ανακομιδήν των». Εκπληκτικό. Ε;;;
Αυτή ήταν η απάντηση σε επιστολή του πανηπειρωτικού συνδέσμου εποποιίας Καλαμά, Καλπακίου, Αώου που ζητούσε να φροντίσει ο στρατός να αποδοθούν οι πρέπουσες τιμές στους πεσόντες. Αντίστοιχες απαντήσεις έχω λάβει και εγώ κατά την έρευνά μου τις οποίες θα παραθέσω σε μελλοντικό άρθρο.
Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια με τις πρωτοβουλίες του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου, διαφόρων φορέων και του συντοπίτη μας πρώην Αντιπροέδρου της Βουλής Γ. Σούρλα η κατάσταση αρχίζει να αλλάζει. Ήδη έγινε το στρατιωτικό νεκροταφείο στους Βουλιαράτες, στην Κλεισούρα, και κατασκευάζεται νεκροταφείο και στην Κορυτσά. Επίσης κάθε χρόνο στις 28 Οκτωβρίου διοργανώνονται εκδρομές –προσκυνήματα στους τόπους όπου έπεσαν οι ήρωες.
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
Στα πλαίσια ενός τέτοιου προσκυνήματος στις 28-10-2012 ξεκινήσαμε από τα Ιωάννινα 4 λεωφορεία γεμάτα με απογόνους των θυμάτων που παραμένουν άταφοι με προορισμό το σημείο που δόθηκαν οι πιο σκληρές μάχες και υπήρξαν χιλιάδες απώλειες στρατιωτών. Την Κλεισούρα. Ήταν ιδιαίτερα συγκινητικό αυτό το ταξίδι, καθώς περνώντας από τα χωριά της Β. Ηπείρου αισθανόμασταν πως πατούσαμε τα χώματα που πάτησαν εκείνοι οι ήρωες πριν από 73 χρόνια. Όλοι κοιτάζαμε με δέος τα υψώματα, τα ποτάμια, τους δρόμους, τους γκρεμούς, τα φαράγγια. Ο κάθε ένας είχε να διηγηθεί και μια ιστορία. Πολλοί θυμόνταν αμυδρά τους δικούς τους ανθρώπους και αισθάνονταν ότι θα τους συναντούσαν. Είχα ένα χάρτη της Αλβανίας και γνωρίζοντας τις πορείες των μονάδων από την έρευνα που έκανα στα αρχεία της ΔΙΣ παρατηρούσα τις τοποθεσίες, τα υψώματα, τα χωριά. Όταν έγινε αντιληπτό από τους υπολοίπους όλοι θέλησαν να δουν στο χάρτη κάτι αντίστοιχο. Ένας ηλικιωμένος κύριος με κατάλευκα μαλλιά που είχε χάσει τον αδερφό του, με ρώτησε που είναι το Τεπελένι. Όταν του το έδειξα, κλαίγοντας μου είπε». Τώρα που ήρθα εδώ, θέλω να ανάψω ένα κερί για τον αδερφό μου και μπορώ πλέον να πεθάνω ήσυχος». Κάποια κυρία, μου είπε πως είδε τον πατέρα της στον ύπνο της και της είπε πως κρυώνει εκεί που είναι.
Ο στενός δρόμος που οδηγούσε στην Κλεισούρα ήταν παράλληλος με τον ποταμό Αώο και ακλουθούσε τους μαιάνδρους του. Το τοπίο ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακό καθώς δεξιά και αριστερά του ποταμού ορθώνονταν απότομα υψώματα και μυτερές κορυφές. Αναμφίβολα το μυαλό όλων ήταν στις μάχες εκείνης της εποχής καθώς ο καιρός ήταν αντίστοιχος με τον καιρό της 28ης Οκτωβρίου του 1940 όπως μας είπαν Βορειοηπειρώτες που έζησαν τα γεγονότα. Σε μια απότομη στροφή φάνηκε μπροστά μας μια στενή γέφυρα, στην άκρη της οποίας στέκονταν γύρω στους 50 φανατισμένους Αλβανούς οι οποίοι αποδοκίμαζαν και χειρονομούσαν εναντίον μας. Σε λίγο φτάσαμε στον Άγιο Νικόλαο της Κλεισούρας όπου είναι το δεύτερο στρατιωτικό νεκροταφείο. Δυστυχώς ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος λόγω ασθένειας δεν μπόρεσε να παρευρεθεί και το μνημόσυνο τέλεσε ο επίσκοπος Αργυροκάστρου. Μέσα στην ασφυκτικά γεμάτα εκκλησία δεξιά και αριστερά στους τοίχους δεσπόζαν μεγάλα κιβώτια με τα οστά των ηρώων. Στον προαύλιο χώρο εκατοντάδες σταυροί και αναμνηστικές πλάκες συνθέτουν ένα εντυπωσιακό σκηνικό. Στο τρισάγιο και την κατάθεση στεφανιών που ακολούθησε επικράτησε μια κατανυκτική και άκρως συγκινητική ατμόσφαιρα. Οι περισσότεροι αισθάνονταν περήφανοι που βρέθηκαν σ’ εκείνο το μέρος μετά από 73 χρόνια για να ανάψουν ένα κερί και να ακουμπήσουν ένα λουλούδι στον τόπο έπεσαν οι συγγενείς τους.
Ας είναι όμως, παρόλες τις αστοχίες, παρόλες τις παραλείψεις, παρόλη την εγκληματική αδιαφορία και την ασέβεια προς τους ήρωες, κάτι επιτέλους κινείται.
Το Ελληνικό κράτος πρέπει άμεσα να πιέσει έτσι ώστε να ανευρεθούν και να ενταφιαστούν όλοι οι νεκροί του πολέμου. Επίσης πρέπει να αναγνωριστούν όλοι οι πεσόντες με τη μέθοδο ταυτοποίησης –ανάλυσης DNA βάσει των προβλεπόμενων διαδικασιών και να υποδειχθεί στους οικείους τους ο ακριβής τόπος ταφής τους.
Είναι ιερή υποχρέωση του κράτους να κλείσει επιτέλους αυτήν την εκκρεμότητα.
«Χρωστάμε σ’ όσους ήρθαν, πέρασαν,
θα ‘ρθουνε,,
θα περάσουν.
Κριτές θα μας δικάσουν οι αγέννητοι, οι νεκροί».
Κωστής Παλαμάς.
Με τιμή
Γρηγόρης Γιοβανόπουλος
Δάσκαλος
Υ.Γ Για μια ακόμη φορά καλώ όλους εκείνους που βιώνουν αντίστοιχη κατάσταση να ενώσουμε τις δυνάμεις μας μέχρι την τελική δικαίωση των πεσόντων