Αλυσιτελής, -ής, -ές {αλυσιτελ-ούς | -είς (ουδ. -ή}
λογ. Αυτός που δεν αποφέρει ωφέλεια ή κέρδος: όλες οι ενέργειές μας απέβησαν ~.
ΣΥΝ. Ανώφελος, ΑΝΤ. Λυσυτελής, επωφελής
[ΕΤΥΜ. Αρχ. < α- στερητ. + λυσιτελής].
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση 2006, σελίδα 129