Εξήντα οκτώ χρόνια πέρασαν από τον Δεκέμβριο του 1944, από ένα τριήμερο κατά το οποίο ξεκίνησαν να γράφονται ορισμένες απ’ τις μελανότερες ίσως σελίδες της νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας.
Γιατί το 3ήμερο εκείνο αποτελεί στην ουσία του την απαρχή της δεύτερης φάσης (σε συνδυασμό με άλλα γεγονότα που προηγήθηκαν) του αδελφοκτόνου εμφυλίου πολέμου. Την απαρχή μιας περιόδου που διήρκεσε περίπου 30 μαύρα χρόνια. Μιας περιόδου κατά την οποία αντί η χώρα να οικοδομείται και να πηγαίνει μπροστά ενωμένη (όπως όλες οι χώρες της τότε Δυτικής Ευρώπης), αυτή ήταν διχασμένη και πήγαινε πίσω.
Πρόκειται για ένα τριήμερο κατά το οποίο σφραγίστηκε ο εθνικός διχασμός, για ένα τριήμερο κατά το οποίο οι Έλληνες χωρίστηκαν (οριστικά και αμετάκλητα και για περίοδο τουλάχιστον 30 ετών) σε μιάσματα και εθικόφρονες, για ένα τριήμερο κατά το οποίο οι συνεργάτες των ναζί και των φασιστών “αναβαπτίστηκαν” και ανέλαβαν εθνοσωτήρια δράση (αντί να τιμωρηθούν παραδειγματικά).
Πρόκειται για τις ημέρες του Δεκέμβρη του 1944, για την περίοδο κατά την οποία οι Βρετανοί (που υποτίθεται πως είχαν έλθει στην Ελλάδα ως “ελευθερωτές” αλλά στην ουσία επενέβαιναν ανοιχτά και χωρίς αιδώ στα εσωτερικά της χώρας) άρχισαν να συγκρούονται βοηθώντας τον Κυβερνητικό Στρατό, που βασίζονταν ακόμη και σε συνεργάτες των Γερμανών, με μονάδες του (παραπλανηθέντα από τον πατερούλη Στάλιν και κολλημένο σε κομμουνιστικούς παραδείσους) ΕΛΑΣ.
Δυσάρεστα γεγονότα, που ως χώρα είτε από επιλογή, είτε από ανάγκη τα είχαμε σπρώξει επί μακρόν βαθιά μέσα στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας.
Εξαιτίας αυτού σήμερα ακούμε τα γεγονότα σε διάφορες εκδοχές, ανάλογα με το τι βολεύει τον καθένα που τα διηγείται.
Και ίσως λόγω αυτού, σήμερα το κάθε είδους φασιστόμουτρο (σε όποιο άκρο του πολιτικού φάσματος κι αν εδράζεται – είπαμε, το φασιστικό χρωματολόγιο ξεκινά από το μαύρο και φτάνει μέχρι το βαθύ κόκκινο) λέει σήμερα ότι θέλει, παρουσιάζει την Ιστορία όπως θέλει και προσελκύει με τον τρόπο αυτό νέους που υπό άλλες συνθήκες θα το έφτυναν για αυτά που στηρίζει.