Έφυγε από τη ζωή ο συγγραφέας του “Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς” Χρόνης Μίσσιος στα 82 του χρόνια. Άφησε την τελευταία του πνοή σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο της Αθήνας, ενώ “πάλεψε” με τον καρκίνο αρκετά χρόνια.
Γεννήθηκε το 1930 στην Καβάλα από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά.
Η οικογένειά του κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη, όπου ο Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού.
Από τα Γιαννιτσά, όπου τον στέλνει ο Ερυθρός Σταυρός μαζί με άλλα παιδιά για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής, περνάει στους αντάρτες. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων.
Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Έζησε εννιά μήνες, περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σε ένα τυχαίο γεγονός.
Έκτοτε, μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (αμνηστία του Παπαδόπουλου) πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες ως πολιτικός κρατούμενος. Εκεί έμαθε ανάγνωση και γραφή.
Εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1985 με το βιβλίο του “Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς” και επιβλήθηκε στην συνείδηση της κριτικής και του κοινού.
Την ίδια ανταπόκριση είχαν και τα επόμενα βιβλία του, μεταξύ των οποίων τα “Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;” “Ντομάτα με γεύση μπανάνας”, “το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι”.