Καταλείπω
ρ. μτβ. [αρχ.] {κατέλιπα} (λογ.)
1. (για αποθανόντες) αφήνω (κάτι) ως κληρονομιά, κληροδότημα: κατέλιπε την περιουσία του σε φιλανθρωπικά ιδρύματα ΣΥΝ. κληροδοτώ
2. αφήνω (κάτι) άθικτο, χωρίς να του προκαλέσω φθορά, αλλοίωση ή τροποποίηση.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 854