Περισκοπώ
ρ. μτβ. {περισκοπείς…| περισκόπησα} παρατηρώ εξεταστικά και με μεγάλη προσοχή κάθε σημείο ενός χώρου: ο κυβερνήτης του υποβρυχίου περισκοπεί την επιφάνεια της θάλασσας. ΣΥΝ. κατοπτεύω, βολιδοσκοπώ, επιθεωρώ. – περισκόπηση (η) μτγν.
[ΕΤΥΜ. < αρχ. περισκοπῶ (-έω) < περί + σκοπῶ “εξετάζω, παρατηρώ, προσκεκτικά” (βλ.λ.)]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 1385