Κατηγορίες
Χωρίς κατηγορία

Άρθρο: "Βαλκανικοί πόλεμοι, οι πόλεμοι που διπλασίασαν την Ελλάδα"

Του Γρηγόρη Γιοβανόπουλου

Στις 14 Ιανουαρίου 1844, στην Ελληνική  Εθνοσυνέλευση  και καθώς γινόταν τοποθετήσεις στο άρθρο 3  σχετικά με το τι θα χαρακτήριζε τον Έλληνα πολίτη,  ο Πρωθυπουργός  Ιωάννης Κωλέττης παρενέβη και μεταξύ άλλων είπε:……  ν τ πνεύματι το ρκου τούτου κα τς μεγάλης ταύτης δέας εδον πάντοτε τος πληρεξουσίους το θνους να συνέρχωνται δι να ποφασίσωσιν οχπλέον περ τς τύχης τς λλάδος λλ’ λοκλήρου το λληνικο θνους.  Έτσι για πρώτη φορά ακούγεται , αλλά και καθιερώνεται ο όρος «μεγάλη ιδέα». Δύο λέξεις που ρίζωσαν στην ψυχή του ελληνικού λαού ,παίρνοντας έννοια υπερκόσμια καθώς θα πραγματοποιούνταν δι’ αυτών των δύο μικρών, μαγικών λέξεων   οι προσδοκίες και οι ελπίδες του ελληνικού λαού που γεννήθηκαν και απέκτησαν υπόσταση μετά την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους και την πτώση της  ελληνικής Αυτοκρατορίας.

Ο Κωλέττης μετά από αυτή την αγόρευση γίνεται έμμεσα, πλην σαφώς, κήρυκας της εθνικής ενότητας, σε ένα κράτος που έχει κέντρο την Ελλάδα και ενώνει Δύση και Ανατολή.

Το σύνθημα της μεγάλης ιδέας ριζώνεται στις καρδιές των Ελλήνων και στη δεκαετία του 1850, κατά την οποία και διαμορφώνεται η εθνική συνείδηση, καλλιεργείται η ιδεολογία της. Είναι μια εποχή που υπάρχει έκδηλος εθνικισμός. Η Ελλάδα παύει να ακολουθεί την ιδεολογία του φιλελευθερισμού και ο δημοκρατικός εθνικισμός, που ήταν εμπνευσμένος από το Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση, αντικαθίσταται από το ρομαντικό εθνικισμό.
Έτσι, οι καθιερωμένες αξίες, οι εμπνευσμένες από τον ελληνικό Διαφωτισμό, όπως το ιδανικό της ελευθερίας, ο θαυμασμός στην ελληνική αρχαιότητα και στο πατριωτικό συναίσθημα  θα αποτελέσουν τα βασικά στοιχεία για τη θεμελίωση του κινήματος του ρομαντισμού στην Eλλάδα. Πρόκειται τελικά για μια ιδέα που συγκινεί και ενθουσιάζει όχι μόνο τον απλό λαό αλλά και μεγαλοαστούς , δημοσιογράφους, διανοούμενους, πολιτικούς, στρατιωτικούς.
Βέβαια οι καλές προθέσεις ενίοτε οδηγούν σε υπερβολές , λάθη και αποτυχίες.
Το κίνημα αυτού του εθνικισμού «γέννησε» την περίφημη «Εθνική εταιρεία»
Η Εθνική Εταιρεία συστήθηκε την άνοιξη του 1894 και οργανώθηκε κατά το σύστημα της Φιλικής Εταιρείας αποτελούμενη αρχικά από 14 μέλη και αποκλείοντας από αυτή αξιωματικούς με βαθμό ανώτερο του υπολοχαγού. Στην ομάδα πρωτοστάτησαν οι Λ. Φωτιάδης, Γ. Σουλιώτης, Κ. Πάλλης, και Παύλος Μελάς, ενώ οι πλέον ενεργοί πυρήνες της βρίσκονταν στο Άργος και το Ναύπλιο. Τμήμα της εταιρείας στο Ναύπλιο ίδρυσε ο Ιωάννης Μεταξάς.

Μέσα σε δύο χρόνια η Ε.Ε. απέκτησε μεγάλη ισχύ και κατάφερε να προσελκύσει σημαντικούς παράγοντες της δημόσιας ζωής, καθώς και διανοούμενους ή καλλιτέχνες της εποχής, όπως ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Νικόλαος Λύτρας, ο Κωστής Παλαμάς, ο Νικόλαος Πολίτης και άλλοι.
 Χάρη στο μυστήριο  που την περιέβαλλε και την “αόρατη δύναμη” της “υπέρτατης Αρχής” της, (όπως έλεγαν τότε), η εταιρεία επεκτάθηκε και εκτός των τότε συνόρων, στις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού, εξασφαλίζοντας έτσι τεράστια οικονομικά μέσα αλλά και ασφαλώς εξίσου μεγάλη ηθική επιρροή.
Από τον Ιανουάριο του 1897, η δράση της Εθνικής Εταιρείας άρχιζε να παίρνει χαρακτήρα ακόμα και διοίκησης του κράτους με σαφή αντικυβερνητικό και αντικαθεστωτικό χαρακτήρα μη ελεγχόμενο αφενός, αλλά και να προβάλλεται ως πραγματικό εμπόδιο στις απόρρητες διασυμμαχικές δεσμεύσεις με τις οποίες κινούνταν η ελληνική διπλωματία.
Τα μεσάνυκτα της 28ης Μαρτίου του 1897 και με αφορμή τις εξελίξεις στο «Κρητικό ζήτημα»  2.600 εξοπλισμένοι από την οργάνωση αυτή άτακτοι διέσχισαν την ελληνοτουρκική μεθόριο στο “Μέτωπο Θεσσαλίας” και επετέθηκαν κατά των τουρκικών θέσεων προσφέροντας έτσι στις τουρκικές μεραρχίες ίσως την αφορμή για την κήρυξη του πολέμου.
‘Έτσι άρχισε ο πόλεμος του 1987 που ονομάστηκε «ατυχής», «καταστρεπτικός», «ντροπιαστικός». Άσχετα αν ο πόλεμος αυτός ήταν «σικέ» σκηνοθετημένος δηλαδή για να μπει η Ελλάδα στον Διεθνή οικονομικό έλεγχο (κάτι σαν το σημερινό Δ.Ν.Τ.)
Η Ελλάδα 67 χρόνια μετά την ανεξαρτησία της ηττήθηκε από τον τουρκικό στρατό ο οποίος σταμάτησε στη Λαμία μετά από παρέμβαση του Τσάρου.
Μια ματιά στα αριθμητικά δεδομένα της εποχής μπορεί να μας πείσει για το πόσο καταστροφικός και καταδικασμένος ήταν εκείνος ο πόλεμος και πόσο αντίστοιχα καταστροφικός ήταν ο ρόλος της «εθνικής Εταιρείας» άσχετα αν οι περισσότεροι από αυτούς εμφορούνταν από πατριωτικά αγνά αισθήματα.
Ελληνικές δυνάμεις.

Ο ελληνικός στρατός την εποχή εκείνη δεν ήταν σε επαρκή κατάσταση ετοιμότητας και η σχετική φράση του πρωθυπουργού Χαριλάου Τρικούπη, στη Βουλή, πριν λίγα χρόνια “Δεν έχομεν στρατόν. Ο ελληνικός στρατός της σήμερον είναι αγέλη’’, ανταποκρινόταν όχι μόνο σε μεγάλο βαθμό στην αλήθεια, αλλά και σε μια περίτρανη και ταυτόχρονα κυνική ομολογία ότι τίποτε δεν είχε πράξει και εκείνος ως πολιτικός υπεύθυνος περί αυτού στις δύο προηγούμενες περιόδους της πρωθυπουργίας του. Οι αξιωματικοί του πεζικού, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, ήταν εντελώς αμαθείς και ανίκανοι, όπως και αυτοί του ιππικού. Σε κάπως καλύτερη κατάσταση βρίσκονταν οι αξιωματικοί του πυροβολικού και του μηχανικού, έχοντας τουλάχιστον θεωρητική μόρφωση αλλά με σημαντικό πρόβλημα στην πρακτική εκπαίδευση (πολλοί πυροβολητές δεν είχαν ρίξει, πριν τον πόλεμο, ούτε μια βολή). Ακόμη και ο οπλισμός του στρατού υστερούσε, έχοντας ως βασικό όπλο τον γκρα (αργό οπισθογεμές τουφέκι), με φυσίγγια του 1886 ή και παλιότερων εποχών..
Αντίθετα, οι Τούρκοι ήταν εξοπλισμένοι με επαναληπτικά τουφέκια τύπου μάουζερ, ενώ το βεληνεκές των τουρκικών πυροβόλων ήταν αρκετά μεγαλύτερο από αυτό των ελληνικών. Μόνο στο ναυτικό ήταν αδιαμφισβήτητη η ελληνική υπεροχή,[9]εξ ου και δεν εμφανίσθηκε πουθενά ο τουρκικός στόλος παρότι διέθετε και θωρηκτά πλοία. Ο τουρκικός στρατός ήταν σε σαφώς καλύτερη κατάσταση. Διέθετε όχι μόνο αριθμητική υπεροχή και καλύτερο οπλισμό αλλά και καλύτερη εκπαίδευση στελεχών, από Γερμανούς αξιωματικούς.

Ο ελληνικός στρατός εκστρατείας που συγκροτήθηκε απετέλεσε τρεις μεραρχίες. Την 1η (Ι Μεραρχία) με Διοικητή τον Στρατηγό Νικόλαο Μακρή, τη 2η (ΙΙ Μεραρχία) με διοικητή τον συνταγματάρχη Γεώργιο Μαυρομιχάλη και την 3η (ΙΙΙ Μεραρχία) με διοικητή τον συνταγματάρχη Θρασύβουλο Μάνο, στη περιοχή της Άρτας. Αρχηγός του στρατού Θεσσαλίας ορίσθηκε ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, που έφθασε στο στρατηγείο του και ανέλαβε τη διοίκηση με επιτελάρχη τον συνταγματάρχη πυροβολικού Κωνσταντίνο Σαπουτζάκη και υπασπιστή τον λοχαγό Χατζηπέτρο. Τότε ο Διάδοχος Κωνσταντίνος ήταν ο μοναδικός Έλληνας αξιωματικός με βαθμό στρατηγού.
Η  δύναμη του στρατού Θεσσαλίας ανέρχονταν σε 38.000 άνδρες, 500 ιππείς και 96 πυροβόλα, ενώ της Άρτας σε 16.000 άνδρες και 40 πυροβόλα.
Αντίθετα ο τακτικός σουλτανικός στρατός (ο επιλεγόμενος επίσημα “Ασκερί Νιζαμιγιέ Σαχανέ”) εκστρατείας που συγκροτήθηκε αντίστοιχα αποτελούνταν από 8 μεραρχίες πεζικού και μία μεραρχία ιππικού (3πλάσιες δυνάμεις των ελληνικών). Εξ αυτών 2 μεραρχίες πεζικού διατέθηκαν στην Ήπειρο ενώ η κύρια δύναμη των 6 μεραρχιών πεζικού και της μεραρχίας ιππικού διατέθηκε στα Θεσσαλικά σύνορα
Η τουρκική μεραρχία ιππικού περιελάμβανε 16 ίλες και 3 έφιππες πυροβολαρχίες. Εκτός όμως της τακτικής αυτής δύναμης ο τουρκικός στρατός Θεσσαλίας διέθετε και γενική εφεδρεία αποτελούμενη από 10 τάγματα πεζικού, 9 πεδινές πυροβολαρχίες και 3 λόχους μηχανικού.
 Έτσι η συνολική τουρκική δύναμη εις μεν τα Θεσσαλικά σύνορα έφθανε τους 92.500 άνδρες πεζικού, 1300 ιππείς, με 186 πυροβόλα εις δε της Ηπείρου 29.000 άνδρες με 24 πυροβόλα. Επίσης, παρά τον τουρκικό στρατό υπήρχε γερμανική εκπαιδευτική στρατιωτική αποστολή υπό τον Γερμανό στρατηγό Κόλμαρ φον ντερ Γκολτς.
Αρχηγός του τουρκικού εκστρατευτικού στρατού ήταν ο Ετέμ Πασάς ένας ικανότατος και ιδιαίτερα μορφωμένος (στη Γερμανία) Τούρκος Αξιωματικός  που είχε ως σύμβουλό του τον Γερμανό φον Γρούμβκοφ και αρχηγό του επιτελείου τον Σεφκέτ μπέη. Διοικητές των μεραρχιών ήταν οι στρατηγοί Χαϊρή (1ης), Νεσκάτ (2ης), Μεμντούχ (3ης), Χαϊντέρ (4ης), Χακή (5ης), Χαμντή (6ης) και Σουλεϋμάν της του ιππικού.
Οι εχθροπραξίες άρχισαν στις 17 Απριλίου και μετά τις πρώτες αψιμαχίες , στις 23  Απριλίου η  αριστερή πλευρά της παράταξης  των Τούρκων έκανε νέα προέλαση με αποτέλεσμα το απόγευμα το ελληνικό στρατηγείο να διατάξει υποχώρηση δημιουργώντας πανικό. Οι Έλληνες στρατιώτες εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και άτακτα υποχώρησαν περνώντας την Λάρισα η οποία καταλήφθηκε στις 27 Απριλίου αφού οι τουρκικές δυνάμεις δεν καταδίωξαν τις ελληνικές και προχώρησαν αργά.
Κοντά στα Φάρσαλα ο Ελληνικός στρατός επανήλθε σε τάξη και σχημάτισε νέα γραμμή, σχεδιάζοντας αντεπίθεση, όμως το ηθικό των στρατιωτών είχε πέσει και οι Τούρκοι οι οποίοι  στις 5 Μαΐου επιτέθηκαν στα Φάρσαλα (Μάχη Φαρσάλων) με τρεις μεραρχίες απώθησαν  τις ελληνικές δυνάμεις από τις θέσεις που είχαν πάρει μπροστά από την πόλη. Οι μάχες συνεχίστηκαν μέχρι το βράδυ και ο ελληνικός στρατός συμπτύχθηκε με σχετική τάξη στον Δομοκό. Δυστυχώς και αυτή η τοποθεσία δεν μπόρεσε να κρατηθεί και ο Συνταγματάρχης  Σμολένσκη που έφτασε από τον Αλμυρό διατάχτηκε να αντιτάξει άμυνα στις Θερμοπύλες. Δεν χρειάστηκε να πολεμήσουν όμως, αφού ο Σουλτάνος διέταξε παύση πυρός στις 20 Μαΐου μετά από προτροπή του Ρώσου Τσάρου.
Ο τσάρος Νικόλαος Β’, συγγενής  του έλληνα βασιλιά Γεωργίου Α’, έπεισε τον Σουλτάνο να διατάξει κατάπαυση του πυρός. Το σχετικό πρωτόκολλο υπογράφτηκε στο χωριό Ταράτσα της Λαμίας στις 8 Μαΐου1897, με τους Οθωμανούς να έχουν ανακαταλάβει όλη τη Θεσσαλία.
 Οι απώλειες για την ελληνική πλευρά ήταν 672 νεκροί, 2.383 τραυματίες και 252 αιχμάλωτοι και για την τουρκική 1.111 νεκροί, 3.238 τραυματίες και 15 αιχμάλωτοι.
Οι βασικότερες αιτίες για την εθνική ντροπή του 1897 ήταν εκτός από την υπερφίαλη τακτική της «Εθνικής Εταιρείας», η έλλειψη διορατικότητας από την πολιτική τάξη και το απαράσκευο του ελληνικού στρατού.
   Ο στρατηγός  Θεόδωρος Πάγκαλοςχαρακτηρίζει στα Απομνημονεύματά του «ένοπλο συρφετό» το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα και αναφέρει σχετικά: «Η κατάστασις του στρατού μας ήτο οικτρά… Τα στελέχη του πεζικού, εκτός ολίγων, ήσαν τελείως αμαθή και ανίκανα. Η μεγίστη πλειοψηφία των ανωτέρων αξιωματικών απετελείτο από αγαθούς τύπους, των οποίων η στρατιωτική μόρφωσις περιωρίζετο εις την τακτικήν της καταδιώξεως, ληστών, φυγοδίκων και ζωοκλεπτών… Αυτός ήτο ο στρατός, διά του οποίου η ανεκδιήγητος εκείνη κυβέρνησις ενόμιζεν ότι θα νικήση την Τουρκική Αυτοκρατορία…».
Το οριστικό τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου γράφτηκε στις 22 Νοεμβρίου 1897 στην Κωνσταντινούπολη, με καταρρακωμένο το γόητρο της χώρας και την υπερηφάνεια των Ελλήνων. Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης είχε παραιτηθεί υπό το βάρος της ήττας και τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης υπέγραψε ο Αλέξανδρος Ζαΐμης. Με τη συμφωνία, που επεξεργάστηκαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, οι εδαφικές απώλειες για την Ελλάδα ήταν μικρές, αφού επανέκτησε τη Θεσσαλία, την οποία είχε χάσει στο πεδίο της μάχης.
Όμως, η Ελλάδα των τόσων οικονομικών προβλημάτων υποχρεώθηκε να καταβάλει μια υπέρογκη αποζημίωση στην Τουρκία (4.000.000 τουρκικές λίρες), ως πολεμική επανόρθωση. Αναγκάσθηκε να λάβει ένα ακόμη δάνειο και προκειμένου να ξεπληρώσει το δυσβάστακτο χρέος της τέθηκε υπό Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο (κάτι σαν το σημερινό ΔΝΤ). Αυτό είχε ως συνέπεια να εκχωρήσει πηγές των δημοσίων εσόδων στους πιστωτές της και να δημιουργηθούν έτσι τα περίφημα μονοπώλια στο τσιγαρόχαρτο, το αλάτι, το πετρέλαιο, τον καπνό, τα σπίρτα και τα τραπουλόχαρτα, που θα διατηρηθούν μέχρι την είσοδο της χώρας μας στην ΕΟΚτο 1981.
Το θετικό για τις εθνικές διεκδικήσεις ήταν η αποχώρηση των Οθωμανών από την Κρήτη, η οποία απέκτησε την αυτονομία της (1898), πρώτο στάδιο για την ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα .
Όμως  στην αρχή του 20ού αιώνα, στην Ελλάδα υπήρχε μια διάχυτη αίσθηση αποτελμάτωσης, αποκαρδίωσης και απογοήτευσης. Το Κρητικό και το Μακεδονικό αποτελούσαν τα κρίσιμα – και άλυτα – ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής. Στο εσωτερικό, το ανερχόμενο κοινωνικό ζήτημα σε συνδυασμό με την οικονομική κατάσταση (πτώχευση, σταφιδική κρίση, Διεθνής Οικονομικός Ελεγχος) επέτεινε ένα γενικευμένο κλίμα δυσφορίας, που κατευθυνόταν εναντίον των κομμάτων, του Στέμματος και της Αυλής. Στο σώμα των αξιωματικών επικρατούσε απογοήτευση για την ντροπιαστική ήττα του 1897 και επιδιώκονταν μια ρεβάνς.  Έτσι πολλοί τολμηροί, αποφασιστικοί και πατριώτες αξιωματικοί στρατεύτηκαν στον Μακεδονικό αγώνα και έδωσαν έναν διμέτωπο αγώνα η αίσια έκβαση του οποίου αφενός έσωσε τον Ελληνισμό της Μακεδονίας και αφετέρου έδωσε μια πνοή αισιοδοξίας στην πληγωμένη Ελληνική αυτοπεποίθηση.
Το τέλος του Μακεδονικού αγώνα ήρθε με μια τολμηρή και συνάμα επικίνδυνη κίνηση των Τούρκων Αξιωματικών ,την επανάσταση των Νεοτούρκων.  Έτσι ως αποκορύφωμα της κρίσης υπήρξε το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί το 1909, το οποίο λειτούργησε ως καταλύτης για μια σειρά επαναστατικών αλλαγών. Το γεγονός ότι ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος κάλεσε έναν σχετικά άγνωστο στην Ελλάδα κρητικό πολιτικό, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην ελληνική ιστορία. Με την ηγεσία του Βενιζέλου θα πραγματοποιηθεί και ο αστικός εκσυγχρονισμός και ένα μεγάλο μέρος των αλυτρωτικών οραμάτων.
Είναι αλήθεια πως αρκετοί πολιτικοί προσπάθησαν και τελικά συνέβαλαν στην  ανόρθωση των δημόσιων οικονομικών και στη δημιουργία μια  αξιόμαχης πολεμικής μηχανής η οποία θα αποτελούσε τον μοχλό υλοποίησης των αλυτρωτικών βλέψεων του Ελληνικού λαού. Έτσι  επί κυβέρνησης Γ. Θεοτόκη, δημιουργείται το «Ταμείο Εθνικής Αμύνης» από τους πόρους του οποίου παραγγέλθηκαν 60.000 τυφέκια Μάνλιχερ και λαμβάνονται τα πρώτα σοβαρά μέτρα στρατιωτικής ανασυγκρότησης τα οποία και εξακολούθησαν να επιταχύνονται κατά τη διάρκεια της μακράς θητείας της κυβέρνησης Θεοτόκη. Το Ταμείο Εθνικής Αμύνης με μια σειρά διαταγμάτων προικοδοτήθηκε με νέους πόρους έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η παραγγελία άλλων 40.000 ακόμη τυφεκίων Μάνλιχερ που παραλήφθηκαν το ίδιο έτος, ενώ συνάφθηκε δάνειο 20.000.000 δρχ. που διατέθηκε στο παραπάνω Ταμείο για παραγγελίες υλικού επιστράτευσης και κατασκευή αποθηκών. Το ύψος εκείνων των παραγγελιών καθώς και των ετών 1907, 1908, και 1909 (επί Θεοτόκη) ανήλθε στο συνολικό ποσό των 77.000.000 δρχ. Έτσι το 1909 όταν μετά τη παραίτηση του Γ. Θεοτόκη ανέλαβε ο Δ. Ράλλης ο ελληνικός στρατός είχε παραλάβει συνολικά: 100.000 Τυφέκια Μάνλιχερ, 7.000 Αραβίδες Μάνλιχερ, 10 Πυροβολαρχίες ταχυβόλων, 36.000.000 Φυσίγγια νέου τυφεκίου, όπως και υλικό επιστράτευσης για δύναμη τριών μεραρχιών και κάποια δευτερεύοντα είδη που δεν είχαν ακόμη παραληφθεί.  Έτσι όταν ανέλαβε ο Βενιζέλος υπήρχε πλέον μια σοβαρή υποδομή .
Η στρατιωτική προετοιμασία της Ελλάδας ήταν από τους κύριους στόχους του κινήματος στο Γουδί το 1909. Ως ακόλουθο αυτών των ετοιμασιών στα μέσα Ιανουαρίου 1912 έφτασε στην Ελλάδα γαλλική αποστολή για την εκπαίδευση του στρατού. Αντίστοιχη βρετανική αποστολή έφτασε στις 11 Απριλίου για την εκπαίδευση του στόλου.
Ένα ακόμη μέλημα του Ελ. Βενιζέλου ήταν να αποκατασταθεί η ενότητα στο στράτευμα. Για αυτό το λόγο, τον Μάρτιο του 1912 επανέφερε τον διάδοχο Κωνσταντίνο, ο οποίος είχε απομακρυνθεί μετά το κίνημα του 1909. Επίσης, πραγματοποιήθηκαν μεγάλες παραγγελίες σε στρατιωτικό εξοπλισμό, οι οποίες ήταν εφικτό να πραγματοποιηθούν χάρη στην θεαματική ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας. Το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ», αποτέλεσε την πιο σύγχρονη μονάδα και ταυτόχρονα σύμβολο της υπεροπλίας του ελληνικού στόλου.
Χρειαζόταν βέβαια και η ανάλογη διπλωματική προετοιμασίαέτσι ώστε να σπάσει η απομόνωση της Ελλάδας που την οδήγησε στη ντροπή του 1897 .
Για τον Βενιζέλο ήταν ολοφάνερο ότι η παρακμάζουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία θα οδηγούνταν σε διαμελισμό. Για την ελληνική εξωτερική πολιτική η ιδέα να επαναληφθεί το σφάλμα που οδήγησε στην ήττα του 1897, μιας αντιμετώπισης της Τουρκίας χωρίς συμμάχους ήταν αδιανόητη. Η Ελλάδα για να εξασφαλίσει μια θέση στον Βαλκανικό συνασπισμό έπρεπε να πείσει τους εν δυνάμει συμμάχους ότι:
1) Θα προσέφερε σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα που θα την καθιστούσε απαραίτητη στην συμμαχία.
2) Θα επεδείκνυε διάθεση για συμβιβασμό προκειμένου να ξεπεραστούν δυσεπίλυτα προβλήματα.
Από το φθινόπωρο του 1911, μέχρι τις παραμονές του πολέμου, όλα τα βαλκανικά κράτη: Βουλγαρία, Ελλάδα, Σερβία, Μαυροβούνιο επιδόθηκαν σε μαραθώνιο μυστικών διαπραγματεύσεων, που κατέληξαν σε μία σειρά από διμερείς συνθήκες και στρατιωτικές συμβάσεις. Αυτό το πλέγμα διμερών σχέσεων ονομάστηκε «Βαλκανικός Συνασπισμός».
 Τον Μάρτιο του 1912 η Σερβία και η Βουλγαρία υπέγραψαν συμμαχία εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Βάσει της συμφωνίας σε περίπτωση νίκης επί των Τούρκων, η Βουλγαρία θα προσαρτούσε τα εδάφη ανατολικά του Στρυμόνα, η Σερβία τα εδάφη βόρεια του όρους Σκάρδος. Οι δύο χώρες δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν για το μοίρασμα των εδαφών της Μακεδονίας. Στην συμμαχία προστέθηκε αργότερα και το Μαυροβούνιο.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος που ήταν τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας, θεωρώντας ότι, αν ξεσπάσει ένοπλη σύγκρουση στα Βαλκάνια χωρίς Ελληνική συμμετοχή θα χανόταν για πάντα η δυνατότητα να υλοποιηθούν οι ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις στη Μακεδονία και τη Θράκη, υπέγραψε τον Μάιο του 1912 αμυντική συμμαχία με τη Βουλγαρία. Οι δύο χώρες επίσης δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν για το μοίρασμα των εδαφών της Μακεδονίας και συναίνεσαν απλώς στο να κρατήσει κάθε χώρα όσα εδάφη θα κατάφερνε να αποσπάσει από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Ένας παράγοντας που ώθησε την Βουλγαρική ηγεσία να δεχθεί τέτοιου είδους συμφωνία ήταν το γεγονός πως η ήττα της Ελλάδας κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 είχε δημιουργήσει στους υπολοίπους Βαλκάνιους την πεποίθηση ότι ο Ελληνικός Στρατός δεν αποτελούσε υπολογίσιμο παράγοντα.
Δέχθηκαν όμως την συμμαχία με την Ελλάδα επειδή πίστευαν στο αξιόμαχο του Ελληνικού στόλου, ο οποίος είχε την δυνατότητα να εμποδίσει την μεταφορά ενισχύσεων από τα λιμάνια της Μικράς Ασίας προς την Ευρωπαϊκή Τουρκία, όπως και πράγματι έκανε.
Με τις τολμηρές του διπλωματικές πρωτοβουλίες ο Βενιζέλος ήρθε σε αντίθεση με την ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο (όπως και ο Ίων Δραγούμης) λόγω και του πρόσφατου Μακεδονικού αγώνα θεωρούσε πιο επικίνδυνο αντίπαλο την Βουλγαρία και εξέταζε την περίπτωση συμμαχίας με την Τουρκία. Η Ελλάδα αντιμετώπιζε το δίλημμα εάν θα ήταν προτιμότερη η συμμαχία με τους Χριστιανούς Σλάβους εναντίον των Τούρκων ή εάν η σλαβική απειλή ήταν τόσο επικίνδυνη ώστε θα έπρεπε να προτιμηθεί η συμμαχία με την καταρρέουσα Οθωμανική αυτοκρατορία, η οποία μετεξελισσόμενη θα μπορούσε ίσως και να κυβερνηθεί από Έλληνες.
Ο καταστροφικός πόλεμος του 1897 είχε επηρεάσει πολλούς, ανάμεσα τους και τον Ίωνα Δραγούμη ο οποίος θεώρησε ότι το Ελληνικό κράτος είχε αποτύχει και ότι η πρόοδος του Ελληνισμού θα έπρεπε να αναζητηθεί με μία αυτοκρατορική λογική μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.  Λίγο πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους  ο Ίων Δραγούμης απογοητευμένος από το Ελληνικό κράτος μιλάει πιο ιδεαλιστικά για «ανατολικό κράτος», αποκαλώντας  «το κρατίδιον»,  την Ελλάδα.
Αντίθετα ο Βενιζέλος, τέκνο της Κρήτης η οποία είχε μόλις πρόσφατα αποκτήσει την αυτονομία της, εμφανιζόταν περισσότερο ως οπαδός του κλασσικού αλυτρωτισμού του 19ου αιώνα. Θέτοντας δε ως άμεσο στόχο την απελευθέρωση των Οθωμανικών κτήσεων στην Ευρώπη, χωρίς μάλιστα προηγούμενη συμφωνία για το μοίρασμα τους, άλλαξε άρδην την εξωτερική πολιτική. Η επιλογή του Βενιζέλου για συμμαχία με τη Βουλγαρία αποτελούσε μεγάλη τομή ειδικά για την παλιά γενιά του μακεδονικού αγώνα. Τελικά ο κρητικός πολιτικός κατάφερε να υπερνικήσει τις αντιδράσεις της διπλωματικής γραφειοκρατίας, φροντίζοντας ταυτόχρονα να καταστήσει την χώρα ετοιμοπόλεμη, ώστε να μην επαναληφθεί η τραυματική εμπειρία του 1897.
Έτσι στις 4 Οκτωβρίου 1912 η Οθωμανική Αυτοκρατορία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Βουλγαρίας και της Σερβίας. Με την Ελλάδα απέφυγε να κηρύξει τον πόλεμο ελπίζοντας ακόμα σε ειρηνικό διακανονισμό. Την αμέσως όμως επόμενη ημέρα 5 Οκτωβρίου, η ελληνική κυβέρνηση κήρυξε εκείνη τον πόλεμο ως μέλος του Βαλκανικού Συνασπισμού.
Σύμφωνα με τα επιτελικά σχέδια , ο στρατός Θεσσαλίας με διοικητή τον διάδοχο Κωνσταντίνο θα αναλάμβανε το κύριο βάρος των επιχειρήσεων. Ο στρατός Ηπείρου με διοικητή τον στρατηγό Κωνσταντίνο Σαπουτζάκη θα αναλάμβανε δευτερεύοντα ρόλο, μέχρι την ολοκλήρωση του έργου του στρατού Θεσσαλίας. 
Με την κήρυξη του πολέμου, ο στρατός Θεσσαλίας πέρασε το σύνορα με στόχο την κατάληψη της Μακεδονίας. Στην πορεία του βόρεια αντιμετώπισε αρχικά μικρές τουρκικές δυνάμεις, καθώς ο κύριος στόχος του τουρκικού στρατού επικεντρώθηκε στην αντιμετώπιση των βουλγαρικών δυνάμεων στην Θράκη.
Στις 6 Οκτωβρίου οι ελληνικές δυνάμεις, με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο, μπήκαν στην Ελασσόνα και την επόμενη μέρα βρέθηκαν στα στενά του Σαρανταπόρου, που υπερασπίζονταν ισχυρές τουρκικές δυνάμεις. Η ελληνική επίθεση άρχισε το απόγευμα στις 9 Οκτωβρίου και ολοκληρώθηκε την επομένη με την αποχώρηση των Τούρκων, οι οποίοι εγκατέλειψαν στο πεδίο της μάχης ολόκληρο το πυροβολικό τους. Ο ελληνικός στρατός εισήλθε στα Σέρβια και αμέσως μετά προωθήθηκε ως τον ποταμό Αλιάκμονα. Στις 11 Οκτωβρίου μπήκε στην Κοζάνη.
Εκεί σημειώθηκε η σημαντική διαφωνία Κωνσταντίνου- Βενιζέλου και η ανταλλαγή των γνωστών τηλεγραφημάτων με κατακλείδα το «σας το απαγορεύω» του Βενιζέλου.
(Βέβαια η διαφωνία περί της κατεύθυνσης του στρατού προϋπήρχε, καθώς ερωτήθηκε και ο Στρατηγός Εϋντού και επιστρατεύθηκε και ο Βασιλιάς Γεώργιος για να πείσει τον Κωνσταντίνο).
Έτσι ο Κωνσταντίνος μαζί με τους Γερμανομαθείς επιτελείς του «αποφάσισε» να κατευθύνει τον ελληνικό στρατό προς τη Θεσσαλονίκη. Ο μισοδιαλυμένος Τουρκικός στρατός του Χασάν Ταξίν Πασά αποφάσισε να αμυνθεί στην ιερή πόλη των Γιαννιτσών και όχι πίσω από τον Αξιό με αποτέλεσμα στην  μεγάλη μάχη που ο Τουρκικός στρατός να ηττηθεί  και στις 20 Οκτωβρίου το πρωί οι Έλληνες στρατιώτες μπήκαν στην πόλη όπου ήταν θαμμένος ο περίφημος Γαζή Ρβρενός Μπέης που κατέκτησε την περιοχή κατά το 1380 περίπου.
Στη συνέχεια, αφού επισκεύασε τις γέφυρες που είχαν καταστρέψει οι Τούρκοι, ο ελληνικός στρατός πέρασε την ανατολική όχθη του Αξιούποταμού και άρχισε να προετοιμάζει την κατάληψη της Θεσσαλονίκης στην οποία μπήκε στις 26 Οκτωβρίου 1912  ημέρα της εορτής του πολιούχου Αγίου Δημητρίου παρόλο που το πρωτόκολλο παράδοσης, που συντάχτηκε στα Γαλλικά, υπογράφτηκε τις πρωινές ώρες της 27ης Οκτωβρίου. Στις 28 Οκτωβρίου εισήλθε στην πόλη ο διάδοχος Κωνσταντίνος και στις 29 Οκτωβρίου, με τραίνο που τον μετέφερε από το Γιδά  ο Βασιλιάς Γεώργιος Α’ τερματίζοντας 482 χρόνια σκλαβιάς αλλά και γλιτώνοντας την πόλη από την Βουλγαρική επιβουλή.
 Μετά τον νικηφόρο Α’ βαλκανικό πόλεμο , τον πόλεμο των 30 ημερών με τις πολύ μικρές απώλειες και τον Ελληνοβουλγαρικό Β’ Βαλκανικό πόλεμο που ακολούθησε ,το ελληνικό κράτος διπλασιάσθηκε και σε έκταση και σε πληθυσμό με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν οι καλύτερες προϋποθέσεις για την κοινωνική, πολιτική και οικονομική ανάπτυξη που ακολούθησε.
Φέτος που συμπληρώνονται 100 χρόνια από την απελευθέρωση της Μακεδονίας ας αποδώσουμε σ’ αυτά τα γεγονότα την αξία και την αίγλη που δικαιούνται.
Με τιμή
Γρηγόρης Γιοβανόπουλος
Δάσκαλος
Ο Ελληνικός Στρατός το 1912
Ο Στρατός Θεσσαλίας στον οποίο συγκεντρώθηκε το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων αποτελούνταν από: τις 1ης εως 7ης Μεραρχίες, 20 συντάγματα πεζικού, 1 συντάγμα Κρητών, 1 τάγμα Ευζώνων, 3 Τάγματα Εθνοφρουράς, 1 ταξιαρχία ιππικού, 4 συντάγματα πεδινού και 2 μοίρες ορειβατικού πυροβολικού. Επίσης το μηχανικό αποτελούνταν από 2 συντάγματα σκαπανεων, 1 τάγμα γεφυροποιών και 2 λόχους τηλεγραφητών. Την δύναμη ενίσχυαν και 4 αεροσκάφη.
Ο Στρατός Ηπείρου, που ο ρόλος του θα ήταν δευτερεύων, αποτελούνταν από την 8η Μεραρχία, 1 συντάγμα πεζικού, 4 τάγματα Ευζώνων, 1 τάγμα Εθνοφρουράς, 1 Ίλη ιππικού, 1 μοίρα πεδινού, 1 ορειβατικού και 1 τοπομαχικού πυροβολικού. Επίσης πλαισιονόταν και από έναν λόχο μηχανικού.
Ο Ελληνικός Στόλος το 1912
Εκτός όμως των παραπάνω προμηθειών και κατασκευών αποθηκών κ.λπ. η κυβέρνηση Θεοτόκη προώθησε τη βελτίωση του ελληνικού στόλου. Δέκα χρόνια πριν ο ελληνικός στόλος απαρτιζόταν από απαρχαιωμένα σκάφη, με εξαίρεση τα θωρηκτά που αποκτήθηκαν το 1890 και τα τοπριλοβόλα που είχε αγοράσει η Κυβέρνηση του Τρικούπη. Έτσι το 1900 ιδρύθηκε και το “Ταμείο Εθνικού Στόλου” το οποίο και ενισχύθηκε με 2.500.000 φράγκα που κληροδότησε ο Γεώργιος Αβέρωφ ενώ κατ΄ έτος αντλούσε επίσης 925.000 δραχμές από κονδύλια του προϋπολογισμού. Τον Νοέμβριο του 1908 ξεκινά η παραγγελία του θωρηκτού καταδρομικού κλάσης “Πίζα”, που ονομάσθηκε “Γ. ΑΒΕΡΩΦ” και κατέπλευσε μόλις το 1911. Επίσης τότε, την ίδια περίοδο (1906) και για πρώτη φορά ξεκίνησε η σύντονη εκπαίδευση του στρατού. Ο Θεοτόκης με μια αποφασιστική ενέργεια κατάργησε όλες εκείνες τις αποσπάσεις των αξιωματικών του στρατού σε άλλες υπηρεσίες, αστυνομία, αποσπάσματα, φύλαξη λιμένων κ.λπ. απελευθερώνοντας χρηματικούς πόρους. Έτσι το 1907 ξεκινά η εκπαίδευση του στρατού καθώς και των έφεδρων τεσσάρων προηγουμένων κλάσεων. Το 1908 εκπαιδεύονται όλες οι κλάσεις από 1900 μέχρι και 1908. Το δε 1909 συνεχίσθηκε η συμπληρωματική εκπαίδευση τριών κλάσεων 1902, 1904 και 1906.
Στόλος Αιγαίου:
Θωρηκτά: 4 (Αβέρωφ, Σπέτσαι,Ψαρά, Ύδρα)
Αντιτορπιλλικά: 10[1](Βέλος, Σφενδόνη, Λόγχη, Νίκη, Ναυκρατούσα, Δόκα, Νέα Γενεά, Ασπίς, Θύελλα, Κεραυνός)
Ανιχνευτικά: 4 (Λέων, Πάνθηρ, Αετός, Ιέραξ)
Τορπιλλοβόλα: 5 (11, 12, 14, 15, 16)
Υποβρύχια: 1 (Δελφίν)
Υδροπλάνα: 1
Οπλιταγωγά: 1 (Σφακτηρία)
Ναρκοθετικά: 1 (Άρης)
Ανεφοδιαστικά: 1 (Κανάρης)
Μοίρα Ιονίου:
Ατμοβάριδες: 2 (Άκτιον, Αμβρακία)
Ατμομυοδρόμωνες: 4 (Αλφειός, Αχελώος, Πηνειός, Ευρώτας)
Κανονιοφόροι: 3 (Α, Β, Δ)
Μοίρα Ευδρόμων:
Επίτακτα εξοπλισμένα:
Εμπορικά: 5 (Εσπερία, Μυκάλη,Μακεδονία, Αθήναι, Αρκαδία)
Βοηθητικά: 3 (Αιγιαλεία, Μονεμβασία, Ναυπλία)
Χωρίς αυτή τη προπαρασκευή όπως σημειώνουν σύγχρονοι στρατιωτικοί αναλυτές[2]η Ελλάδα θα ήταν αδύνατον να βρεθεί έτοιμη στις ραγδαίες εκείνες εξελίξεις παρόλο τον πυρετώδη αγώνα που κατέβαλε στη συνέχεια ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος του 1909 και η κυβέρνηση του Ε. Βενιζέλου μεταξύ των ετών 1909 – 1912 με ακόμη επιτάχυνση της εκπαίδευσης και του εξοπλισμού του ελληνικού στρατού. Σημειώνεται επίσης ότι και η Οθωμανική Αυτοκρατορία βλέποντας μάλλον θορυβημένη την αύξηση της ελληνικής ναυτικής δύναμης παρήγγειλε το 1910 δύο γερμανικά καταδρομικά. Η ναυτική όμως υπεροχή και υπεροπλία της Ελλάδας ήταν ήδη δεδομένη έναντι της χαώδους κατάστασης που επικρατούσε στον τουρκικό στόλο που ήταν αμφίβολος ακόμη και ο απόπλους του λόγω ακριβώς της παντελούς έλλειψης ναυτικής εκπαίδευσης