Παραφερνάλια (τα) {παραφερναλίων}
τα παραλειπόμενα, οι διάφορες συνέπειες ή εκφάνσεις ενός φαινομένου ή ενέργειας: πολλοί γοητεύονται από τα υλικά και κοινωνικά ~ της ζωής των διασήμων.
[ΕΤΥΜ. Αντιδάν. < αγγλ. Paraphernalia < μεσν. Λατ. Paraphernalia < μτγν. Παράφερνα (βλ.λ.)]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 1340