Αυτόδηλος, -η, (λογ. -ος), -ο
(λογ.) αυτός που είναι από μόνος του φανερός: είναι ~ η ύπαρξη ενοχής, περιττεύουν οι αποδείξεις και οι ερμηνείες.
ΣΥΝ. πρόδηλος, ολοφάνερος. αυτοδήλως (επιρρ. (1888)
[ΕΤΥΜ. αρχ. < αὐτο + δῆλος “προφανής”]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 318