Αποψίλωση (η) [μτγν.] {-ης, κ. -ώσεως | -ώσεις, -ώσεων}
1. η καταστροφή των δέντρων και ο καθαρισμός μιας περιοχής από κάθε είδους βλάστηση
2. (μτφ) η στέρηση, η απογύμνωση: η ~ του διευθυντή από σημαντικές αρμοδιότητές του.
* αποψιλωτικός, -ή, -ό (1888).
Κατηγορίες